Και ιδού σχετικό λήμμα της Βικιπαίδειας:
Το άρθρο αυτό αναφέρεται στην Ελληνική λέξη. Για την σημασία της ομόηχης λέξης στην Φιλιππινέζικη μυθολογία βλέπε: Μαλάκας (Φιλιππίνες)
Η λέξη μαλάκας ανήκει στην ελληνική αργκό, μολονότι είναι αναγνωρίσιμη διεθνώς. Κυριολεκτικά, σημαίνει τον αυνανιζόμενο, αλλά σπανίως πλέον χρησιμοποιείται με τη σημασία αυτή. Λαμβάνει διάφορες σημασίες, ανάλογα με το πού, πώς και μεταξύ ποιών χρησιμοποιείται. Μεταξύ φίλων, θεωρείται συνήθως πειρακτικός χαιρετισμός ή ελαφριά προσβολή. Όταν απευθύνεται σε έναν άγνωστο, θεωρείται τις περισσότερες φορές βαριά βρισιά. Παίρνει τότε τη σημασία του "βλάκα" ή του "ανίκανου" και δηλώνει αγανάκτηση.
Η λέξη χρησιμοποιείται μερικές φορές για να ορίσει το άτομο που χωρίς να χρησιμοποιεί την κοινή λογική επαναλαμβάνει ξανά και ξανά τα ίδια λάθη ενώ ταυτοχρόνως διατηρεί στο ακέραιο την αίσθηση ότι είναι σωστός και ανάλογη, πιθανώς προσβλητική, συμπεριφορά.
Πιο γενικά η λέξη χρησιμοποιείται για να περιγράψει την αντίθεση στην κοινή λογική (βλακεία) ή την ανωριμότητα. Ακόμα πιο γενικά χρησιμοποιείται με μια ευρύτητα που φαίνεται αδύνατο να περιοριστεί με συνήθεις ορισμούς.
ΕτυμολογίαΗ λέξη προέρχεται εκ του ρήματος μαλακιάω, που σημαίνει μαλακώνω. Συνώνυμα ρήματα: καταμαλακίζω, πλαδαρούμαι, μαλακύνω. Ως ουσιαστικό η λέξη μαλακία είναι Ιωνική και σημαίνει μαλακός. Στα Νικομάχεια Ηθικά του Αριστοτέλη η λέξη χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την καρτερικότητα, ενώ ως λατινική λέξη η malacia, υποδηλώνει την ήρεμη θάλασσα. Βλ. LSJ: λήμμα μαλακιάω και μαλακία.
[Επεξεργασία]
Διαφοροποιήσεις σε τοπικές διαλέκτους
* Μινάρας - Πατρινή αργκό.
* Γρόθος - Κρήτη
Η λέξη Γρόθος συναντάται και στην Ροδίτικη αργκό και συγκεκριμένα στο χωριό Αρχάγγελος.
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%B1%CE%BB%CE%AC%CE%BA%CE%B1%CF%82Και του wiktionary:
μαλάκαςGreek
[edit]
Noun
1. An idiot
2. friend
3. masturbator
4. onanist
5. A jerk
https://en.wiktionary.org/wiki/%CE%BC%CE%B1%CE%BB%CE%AC%CE%BA%CE%B1%CF%82
μαλάκας, ο,
πλ.
μαλάκες κ.
μαλάκηδες κ.
μαλάκηδοι, οι, ουσ. [<θηλ. μαλάκα <μτγν. μαλακός].
1. αυτός που αυνανίζεται, που μαλακίζεται συχνά: «έχει ρέψει ο μαλάκας απ' τη μαλακία».
2. άνθρωπος ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «δεν μπορώ να καταλάβω, γιατί, εσύ, κοτζάμ επιστήμονας, κάνεις παρέα μ' αυτόν το μαλάκα!».
3. άνθρωπος με μειωμένη διανοητική ικανότητα, ο αποβλακωμένος, ο ανόητος, ο βλάκας: «είναι τόσο μαλάκας, που δεν μπορεί να ξεχωρίσει το μαύρο απ' το άσπρο».
4. φιλική προσφώνηση σε φίλο ή σε οικείο άτομο: «άκου να σου πω, ρε μαλάκα, τι έγινε! || τι γίνεσαι, ρε μαλάκα, καιρό έχω να σε δω! || θα 'ρθεις, ρε μαλάκα, το βράδυ μαζί μας στα μπουζούκια;».
5. απευθύνεται και με υποτιμητική ή υβριστική διάθεση σε άντρα αλλά και σε γυναίκα: «ουστ από δω, ρε μαλάκα, που θέλεις να 'ρθεις και μαζί μας!». (Τραγούδι:
κι όλο βουλιάζω στο νανούρισμα, κάποια αόρατης μαράκας, κι όλοι οι φίλοι απορούν «τι κάνει ετούτος ο μαλάκας;»). Τέλος η λ. αποτελεί την εθνική μας βρισιά. (Ακολουθούν 19 φρ.)·
–
γέλα μαλάκα! ειρωνική παρατήρηση σε ανεύθυνο άτομο που μπορεί να γελάει κάποια συγκεκριμένη στιγμή, αλλά θα έρθει σίγουρα η ώρα που θα κλάψει από την τιμωρία που θα του επιβληθεί ή από το κακό που θα πάθει. Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το
γέλα·
–
γκραν μαλάκας, αυτός που είναι πολύ μεγάλος μαλάκας: «τέτοιον γκραν μαλάκα πρώτη φορά έβγαλε η φύση»·
–
είναι ένας μαλάκας και μισός, ο πολύ μεγάλος μαλάκας (που είναι, δηλαδή, ένας μαλάκας, συν ακόμη άλλος μισός μαλάκας): «μην του αναθέσεις καμιά δουλειά, γιατί είναι ένας μαλάκας και μισός»·
–
καλός μαλάκας και του λόγου σου! λέγεται με επιθετική διάθεση σε άτομο που υποστηρίζει ή που επικροτεί τα λόγια ή την ενέργεια κάποιου ανόητου, κάποιου βλάκα ή εν τέλει κάποιου που λέει ή ενεργεί αντίθετα προς τα συμφέροντά μας·
–
κάνω το μαλάκα, προσποιούμαι τον ανήξερο, κάνω πως δεν καταλαβαίνω, κάνω το χαζό, το βλάκα: «πάψε να κάνεις το μαλάκα και πες μου τι ξέρεις για την υπόθεση || εσένα φωνάζω και μην κάνεις το μαλάκα»·
–
μαλάκας άνθρωπος, χαρά Θεού, βλ. συνηθέστ.
χαζό παιδί, χαρά γεμάτο, λ. παιδί·
–
μαλάκας από κούνια, αυτός που είναι μαλάκας από τη μέρα που γεννήθηκε, ο εκ γενετής μαλάκας και, ως εκ τούτου, ο πολύ μεγάλος μαλάκας: «μην εκπλήσσεσαι για τις μαλακίες του, γιατί είναι μαλάκας από κούνια»·
–
μαλάκας είμαι; (ρητορική ερώτηση) δεν είμαι καθόλου μαλάκας: «μαλάκας είμαι να μαλώσω μ' αυτόν τον αγριάνθρωπο;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το
καλά·
–
μαλάκας με δίπλωμα, βλ. φρ.
μαλάκας με πατέντα·–
μαλάκας με λοφίο, βλ. φρ.
μαλάκας με περικεφαλαία·- μαλάκας με πατέντα, κατά γενική διαπίστωση, αναμφίβολα, ο αναγνωρισμένος μαλάκας: «είναι γνωστός τοις πάσι με τις μαλακίες που κάνει, γιατί είναι μαλάκας με πατέντα»·
–
μαλάκας με περικεφαλαία, ο πολύ μεγάλος μαλάκας: «με τις μαλακίες που έχεις κάνει, έχεις μείνει γνωστός ως μαλάκας με περικεφαλαία»·
–
μαλάκας στο τετράγωνο, αυτός που είναι πολύ μεγάλος μαλάκας: «μην τον εμπιστεύεσαι, γιατί είναι μαλάκας στο τετράγωνο»·
–
μη γίνεσαι μαλάκας! μη συμπεριφέρεσαι σαν ανόητος, σαν βλάκας, σκέψου ή συμπεριφέρσου σοβαρά: «είναι ευκαιρία να πάρεις αυτή τη δουλειά που σου προσφέρει, μη γίνεσαι μαλάκας!»·
–
πω πω, ρε μαλάκα! ή
πω πω, ρε μαλάκα μου! βλ. συνηθέστ.
πω πω, ρε πούστη! λ. πούστης·
–
τι λε(ς), ρε μαλάκα! ή
τι λε(ς), ρε μαλάκα μου! βλ. φρ.
τι λε(ς), ρε πούστη! λ. πούστης·
–
το πολύ το Κάπα Κάπα κάνει το παιδί μαλάκα, βλ. λ. Κάπα Κάπα·
–
το πολύ το τάκα τάκα κάνει το παιδί μαλάκα, βλ. λ.
τάκα τάκα<sup>2</sup>·
- τους μαλάκες με την κόσα να τους θερίζεις, πάλι δυο δυο θα βγαίνουν σαν τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας, βλ. λ.
κόσα.
μαλακία ουσ. [<αρχ. μαλακία], ο αυνανισμός.
1. βλακώδης λόγος ή ενέργεια, ανόητη πράξη ή λόγος: «τι μαλακία ήταν αυτή που είπες! || τι μαλακία ήταν αυτή που έκανες!».
2. έργο τέχνης ή δημόσιο θέαμα πολύ κακής ποιότητας: «διάβασα ένα βιβλίο που ήταν μαλακία || είδα ένα κινηματογραφικό έργο σκέτη μαλακία».
3. στον πλ.
οι μαλακίες, λόγια ψεύτικα, ανόητα, χωρίς περιεχόμενο, πράξεις ανόητες, χωρίς περιεχόμενο: «άσε τις μαλακίες και μίλα σοβαρά». Υποκορ.
μαλακιούλα, η. (Ακολουθούν 23 φρ.)·
–
αν ήταν η μαλακία κέντημα, θα 'χε κάνει την προίκα του, βλ. λ.
κέντημα·
–
αν πετύχει η μαλακία, τύφλα να 'χει το γαμήσι, έκφραση που υποστηρίζει πως πολλές φορές η μαλακία προσφέρει μεγαλύτερη ηδονή από τη σεξουαλική πράξη. (Τραγούδι:
αλλά εγώ το 'χα αποφασίσει αν πετύχει η μαλακία, τύφλα να 'χει το γαμήσι κι ώσπου να 'ρθει αυτό που θα με συγκλονίσει, θα ταξιδεύω μόνος μου στον κόσμο της ντροπής)·
–
βαράω μαλακία, βλ. φρ.
τραβώ μαλακία· –
βαράω μια μαλακία, βλ. φρ.
τραβώ μια μαλακία·- η μαλακία τον βάρεσε στο κεφάλι, λέει και κάνει συνεχώς ανοησίες, βλακείες, είναι πολύ μαλάκας, μεγάλος μαλάκας: «κάνει ό,τι του κατέβει, γιατί η μαλακία τον βάρεσε στο κεφάλι»·
–
η μαλακία τον χτύπησε στο κεφάλι, βλ. φρ.
η μαλακία τον βάρεσε στο κεφάλι·–
η μαλακία του κατεβάζει ντακότα, βλ. φρ.
η μαλακία του σταματάει τρένο·- η μαλακία του πλέκει πουλόβερ, βλ. συνηθέστ.
η μαλακία του σταματάει τρένο·–
η μαλακία του ρίχνει ντουβάρι, βλ. φρ.
η μαλακία του σταματάει τρένο· - η μαλακία του σταματάει τρένο, είναι πολύ ανόητος, πολύ βλάκας, πολύ μαλάκας: «είναι αδύνατο να συνεννοηθείς μ' αυτόν τον άνθρωπο, γιατί η μαλακία του σταματάει τρένο || είναι τόσο μαλάκας, που η μαλακία του σταματάει τρένο»·
–
θα σε φάει η μαλακία, λέγεται υποτιμητικά σε άτομο που κάνει συνεχώς βλακείες, ανοησίες·
–
κάνω μαλακία ή
κάνω μαλακίες,
α. ενεργώ απερίσκεπτα, ηλίθια: «αφού κάνεις μαλακίες, καλά να πάθεις τώρα που τα τραβάς».
β. κάνω άσχημα μια εργασία, μια κατασκευή: «ποιος έκανε αυτή τη μαλακία και θέλει λεφτά κι από πάνω!»·
–
λέω μαλακία ή
λέω μαλακίες, λέω ανοησίες, βλακείες: «κάθε φορά που θ' ανοίξεις το στόμα σου, δε λες τίποτ' άλλο από μαλακίες»·
–
μαλακία που τον δέρνει! α. έκφραση που χαρακτηρίζει μειωτικά τα λόγια ή τις ενέργειες κάποιου: «πάλι έχασε όλα του τα λεφτά στα χαρτιά. -Μαλακία που τον δέρνει! || ερωτεύτηκε μια πιτσιρίκα και θέλει να χωρίσει τη γυναίκα του. -Μαλακία που τον δέρνει!».
β. έκφραση που χαρακτηρίζει μειωτικά τη μαλθακότητα, τη χαυνότητα κάποιου: «τι μαλακία που τον δέρνει! Με το ρυθμό που δουλεύει, δε θα τελειώσει τη δουλειά ούτε σε δέκα χρόνια!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το
μα τι μαλακία(!)·
–
μαλακία το ανάγνωσμα ή
μαλακίες το ανάγνωσμα, βλ. λ.
ανάγνωσμα·
–
με βρήκες μαλακό κι εκμεταλλεύεσαι τη μαλακία μου, λογοπαίγνιο που γίνεται ανάμεσα στο μαλακός και μαλακία·
–
πετώ μαλακία ή
πετώ μαλακίες, βλ. φρ.
λέω μαλακία·- ρίχνω μια μαλακία, λέω μια ανοησία, μια βλακεία: «έριξες μια μαλακία και μας έκανες άνω κάτω!»· βλ. και φρ.
τραβώ μια μαλακία· - τον δέρνει μαλακία! βλ. φρ.
μαλακία που τον δέρνει(!)·–
τραβώ μαλακία, αυνανίζομαι και, κατ' επέκταση, χάνω τον καιρό μου, δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω: «τον έπιασα να τραβάει μαλακία μέσ' στ' αποχωρητήριο || εμείς σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι αυτός κάθεται και τραβάει μαλακία»· βλ. και φρ.
τραβώ μια μαλακία·
–
τραβώ μια μαλακία, αυνανίζομαι: «χτες βράδυ τράβηξα μια μαλακία, που την κατευχαριστήθηκα»·
–
χτυπώ μαλακία, βλ. συνηθέστ.
τραβώ μαλακία·- χτυπώ μια μαλακία, βλ. συνηθέστ.
τραβώ μια μαλακία.—
Γεώργιος Κάτος:
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας