wait → αναμένω, περιμένω, αναβάλλω, καθυστερώ, εκτελώ καθήκοντα σερβιτόρου, εξυπηρετώ, υπηρετώ, σερβίρω, συνοδεύω, είμαι μέλος της ακολουθίας, αναμονή, πλανόδιος ψάλτης χριστουγεννιάτικων ασμάτων, αυτός που λέει τα κάλαντα, καλαντάρης
wings ·
6 · 1909