Κείμενα Χρόνια
ΌΤΑΝ ΗΜΟΥΝ ΜΙΚΡΟΣ, ήμουν λιγόφαγος. Η μητέρα μου με κυνηγούσε να φάω. Κάθε πρωί μου ετοίμαζε ένα σάντουιτς να το πάρω μαζί μου για κολατσιό. Δεν το έτρωγα ποτέ. Σε ένα μεγάλο ντουλάπι πίσω απ’ το θρανίο μου, αποθήκευα σχολαστικά όλες εκείνες τις βιταμίνες που δεν κατέληγαν στο στομάχι μου. Ήταν ένα βουνό από αχρησιμοποίητα γεύματα, έμοιαζε με το μέλλον μου: όσο κι αν προσπαθούσα, δεν μπορούσα να το αποφύγω.
Μια μέρα η δασκάλα με ανακάλυψε. Τα σάντουιτς είχαν σαπίσει, η μυρωδιά ήταν ανυπόφορη· όλη η τάξη κρατούσε τη μύτη της. Στο διάλειμμα τα έβγαλε όλα και τα άπλωσε στο θρανίο μου: «Ορίστε τα χάλια σου», μου είπε. «Μήπως θα ήθελες να τους ρίξεις μια τελευταία ματιά;»
Τα κείμενα αυτά θυμίζουν εκείνα τα σάντουιτς του σχολείου – είναι, κατά ένα τρόπο, «τα χάλια μου». Οι ζαβολιές που μ’ αρέσουν. Στον ρόλο της μητέρας μου είμαι πλέον εγώ. Εγώ πρέπει να φροντίζω για το φαγητό μου- άσε που πρέπει να το τρώω κιόλας.
Δημοσιευμένα την τελευταία εξαετία, στην πλειοψηφία τους στην εφημερίδα «metro», αλλά και στην «Ελευθεροτυπία», την «Καθημερινή», το «Δίφωνο» ή αλλού, γραμμένα κάτω από το πιεστικό βάρος της ύλης που κλείνει και τον αυστηρά περιορισμένο αριθμό των λέξεων που απαιτούνται, προσπαθούν να βγάλουν λίγο το κεφάλι τους έξω απ’ το νερό, να μουρμουρίσουν απόψεις και λόγια που διαρκούν μια μόνο στιγμή ή αντέχουν στο χρόνο: Σα φωτογραφίες που αποδεικνύουν απλώς ότι μεγαλώσαμε.
Κείμενα χρόνια, ερείπια. Που σουλατσάρουν σε βιβλία, σε πρόσωπα, σε καλοκαίρια, σε γεγονότα της προσωπικής μου επικαιρότητας. Για καταστάσεις του νου και γυναίκες που ευθύνονται για όσα συμβαίνουν. Κείμενα που κρυφοκοιτάζουν απ’ την κλειδαρότρυπα το χτες αλλά και το αύριο. Που κόβουν δρόμο, για να φτάσουν κατευθείαν στο τέλος. Ηδονοβλεπτικά, πλανόδια, αναπόφευκτα. Σαν αναβράζοντα δισκία.
Στο τέλος τους υπάρχει ένα πλάγιο διακριτικό, μια ημερομηνία: Είναι η ημερομηνία που δημοσιεύτηκαν. Απέφυγα να αναφέρω το έντυπο - θα μου θύμιζε την τιμωρία της δασκάλας.
Πίστευα ότι ο ρόλος τους εξαντλήθηκε στις σελίδες των εντύπων που δημοσιεύτηκαν, όμως η επιμονή και οι προτροπές αναγνωστών και φίλων που δεν τα πρόλαβαν, με έκαναν να το ξανασκεφτώ. Προβληματίστηκα. Η έκδοσή τους σήμερα, ίσως σημαίνει ότι νίκησαν. Ότι επικράτησε η άποψή τους. Είχα χάσει για μια ακόμα φορά.
Έκανα, λοιπόν, μια επιλογή. Σε μερικά, μια επιμέλεια, κάποιες διορθώσεις. Να μπορούν να διαβαστούν και ως ενιαίο μυθιστόρημα
που παλεύει να συγκροτηθεί σε μορφή, με ήρωα την καθημερινότητα μου. Δεν μπήκα στο κόπο να τα ταξινομήσω, να τα εντάξω σε θεματικές ενότητες. Θέλησα να αποφύγω το κλισέ της κατηγορίας. Τα χώρισα, πάντως, σε χρώματα. Έξι, όσα και τα χρόνια που περιέχονται. Αν ήταν επτά, θα ήταν ουράνιο τόξο. Λείπει το γαλάζιο. Μου αρέσουν περισσότερο έτσι, χωρίς ουρανό.
Ξανακοιτάζοντάς τα, θυμήθηκα λεπτομέρειες που είχα ξεχάσει, ιστορίες που με είχαν σημαδέψει, όσο τις σημάδεψα. Περιστατικά που είχα ζήσει και είχαν αλλάξει το χρώμα της μνήμης μου. Γεγονότα που με είχαν αφήσει εκτός αγωνιστικής δράσης. Ξαφνικά, είχα νέα μου.
Τα κείμενα αυτά είναι μικρά, σα τα σάντουιτς της μητέρας μου. Όταν μεγαλώσουν, σχεδιάζουν να βρουν το χρώμα που τους λείπει και να το σκάσουν απ’ τις σελίδες.
Όταν μεγαλώνουν οι λέξεις ονειρεύονται να γίνουν ζωή.
Σταύρος Σταυρόπουλος
Μοσχάτο, κάπου προς τα μέσα εκείνης της άνοιξης 2008