Κάτι σε "απώλειες";
οικονομικές απώλειες, οικονομική ζημία
ΛΚΝ
φύρα η [fíra] Ο25 : 1. ελάττωση, απώλεια μέρους του όγκου, του βάρους ή της ποσότητας ορισμένων υλικών ή προϊόντων: Tο αλεύρι, όταν γίνεται ψωμί, έχει ~. Tα γλυκά το καλοκαίρι έχουν μεγάλη ~, γιατί χαλάνε εύκολα. Στους βιομηχανικά παραγόμενους χυμούς βάζουν και τις φλούδες των φρούτων, για να μειώσουν τη ~. 2. (μτφ.) μείωση, απώλεια πνευματικής ικανότητας, νοημοσύνης, αντίληψης ή κρίσης: Γέρασε και το μυαλό του έχει πια μεγάλη ~. 3. (μτφ., προφ.) πρόσωπο ή πρόσωπα χωρίς αξία, ικανότητες, αρετές: Όλοι οι καλοί ποδοσφαιριστές έφυγαν από την ομάδα κι έμεινε μόνο η ~. Ο καινούριος υπάλληλος είναι σκέτη ~.