αιθέριος 2 -α -ο [eθérios] Ε6 : μόνο στον όρο αιθέρια έλαια, αρωματικές φυτικές ουσίες που χαρακτηρίζονται από πτητικότητα.
[λόγ. < αρχ. αἰθέριος `ουράνιος΄ σημδ. γαλλ. éthéré (< éther = αιθέρας 2)]
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη