(Χριστιανισμός) η τελική κρίση στην ημέρα της κρίσης
τελετουργία στα αρχαία χρόνια με την οποία φαινόταν αν κάποιος έλεγε την αλήθεια σε μία δίκη ή αντιδικεία
θεοκρισία - Βικιλεξικόθεοκρισία=θεοδικία
θεοδικία η [θeoδikía] Ο25 : 1. η κρίση του Θεού για την αθωότητα ή την ενοχή ενός κατηγορουμένου, που εκδηλώνεται με υπερφυσικά σημάδια· θεοκρισία. 2. (φιλοσ.) η δικαίωση του Θεού για τη δημιουργία και την ύπαρξη του κακού στον κόσμο. [λόγ. < γαλλ. théodicée < théo- = θεο-I + dicée < αρχ. δίκ(η) -ία]
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη