Nταλίκα. Ουσιαστικό γένους θηλυκού.
Η
νταλίκα είναι μεγάλο όχημα που μεταφέρει φορτίο (με ή χωρίς ρυμουλκούμενο όχημα):
Σαράντα τέσσερις μετανάστες που είχαν εισέλθει παράνομα στην Ελλάδα μετέφερε στοιβαγμένους σε νταλίκα μέλος οργανωμένου κυκλώματος διακίνησης λαθρομεταναστών. Σύμφωνα με το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής η λέξη προέρχεται από τη σλαβική
talika (= καρότσα, κάρο) μέσω της τουρκικής
talika (= σκεπαστό αμάξι). Το
ντ οφείλεται σε συμπροφορά με το άρθρο:
(την ταλίκα) την νταλίκα. [Παρόμοια: ντομάτα, μπρίζα.]
Ο οδηγός της νταλίκας ονομάζεται
νταλικιέρης.
Θέμα της εβδομάδας:
Οχήματα Η σημερινή «
Άσπρη λέξη»