Νίκος Δόικος, Ασήμωσα την ψυχή μου
Σαν να ’μουνα κι εγώ φυλακισμένος με τη μάνα μου,
έσφιγγα στις παλάμες μου τα σίδερα απ’ το παραθύρι
(μαθητευόμενος δεσμώτης) που ’βλεπε κατά Χασάν Κατή μεριά,
κατά τον δρόμο των ξενιτεμένων.
Οι φυλακές στηθήκαν άρον άρον στο περήφανο κονάκι
του Σαχίν Μπέη, παλιού πασά του κάστρου,
καθώς πληθαίνανε των ηττημένων οι «συνοδοιπόροι»,
χρόνια μετά τον χαλασμό απέναντι στο Βίτσι.
Και τα παράθυρα οι Κουδαραίοι τα χτίζαν χαμηλά, λίγο πιο
πάνω απ’ τα μιντέρια, γύρω γύρω, όπου ξαπλώνανε το βράδυ
μαύρον ύπνον οι κρατούμενοι, έτσι που κι ένα παιδαρέλι
να μπορεί ανεβαίνοντας να ιδεί τους «νικητές» απέξω.
Ασήμωσα την ψυχή μου κάτω απ’ τα λίγα που σωθήκαν τότες,
απέναντι στο Βίτσι, χρυσά και πορφυρά περιδέραια του Οκτώβρη.
Στο Campus λάφυρα λογής ριγμένα, μετά την άγρια επίθεση
των άστολων. Θυμάμαι κείνα τα ξανθά μαλλιά, μια τούφα
φυτρωμένη στα ραγισμένα ματογυάλια, όταν μας σέρνανε σκαλί σκαλί
κατά την έξοδο, να εκκενώσουν τις σχολές απ’ τους
«ανήσυχους». Συναγωνίστριες αντιπάλεψαν με θάρρος
το μένος τ’ ασυγκράτητο το βράδυ εκείνο του Μαγιού.
Μάρτυς (ακοίμητος αλάβαστρος) η Πρωθιέρεια Alma Mater,
αιώνες τώρα να κορδώνεται με την ζωντάνια των Χορών,
κείνη τη νύχτα εμβρόντητη απ’ τον πρωτόφαντο τον χαλασμό.
Ασήμωσα την ψυχή μου κάτω απ’ τα λίγα που σωθήκαν τότες,
δίπλα στο Χάρλεμ, χρυσά και πορφυρά περιδέραια του Μάη.
Στην Σοφούλη τ’ αυτοκίνητα σταθμεύανε στην σκοτεινή πλευρά
του δρόμου. Εκεί, εξήντα προκηρύξεις κουλουριασμένες
σαν μασούρι δυναμίτη ταπώναν εύκολα τις εξατμίσεις.
Και το πρωί που βάζαν μπρος τις μηχανές νοικοκυραίοι,
με κάθε έκρηξη εκκωφαντική των εξατμίσεων, σκορπίζονταν
στους γύρω δρόμους τα συνθήματα – πρελούδια ξεσηκωμών
που λησμονήθηκαν. Μαζί κι οι Θρακομακεδόνες Φοιτητές,
πρώτη συνέλευση, προσαγωγή το βράδυ, «περιποίηση» εν χορώ
και το πρωί μαλάξεις με οινόπνευμα ο Θωμάς με την Ζιζή.
Και τον Νοέμβρη Θεία Μετάληψη και, πριν καλά χαράξει, η
Έξοδος, ανάμεσα σε δυο σειρές καταδρομέων και στο βάθος οι
άλλοι να μας πετάνε σαν σακιά στα τζέιμς, στο σκοτάδι,
στα υπόγεια της Βαλαωρίτου
– καυτή σφραγίδα η φάλαγγα, να ζυγιαστούν οι αντοχές.
Ασήμωσα την ψυχή μου κάτω απ’ τα λίγα που σωθήκαν τότες,
εκεί στ’ Οβρέικο Νεκροταφείο της Σαλονίκης,
χρυσά και πορφυρά περιδέραια του Νοέμβρη.
Από τη συλλογή Ρανίδες ύδατος και αίματος (ασκήσεις επί χάρτου) (2016)