πολυδύναμος, πολυδυναμικός, πολυσχιδής;
https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=337760.0πολυδύναμος -πολυδύναμη -πολυδύναμο (επίθετο) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :πολύς - δυναμ (δύναμη) -ος]
αυτός που έχει πολλές δυνάμεις, πολλές ικανότητες, ο πανίσχυρος
(συνεκδ.) αυτός που μπορεί να κάνει πολλές δουλειές, που μπορεί να καλύψει πολλές ανάγκες
Πολυδύναμος - Live-Pedia.gr
πολυδύναμος -η -ο [poliδínamos] Ε5 : που διαθέτει πολλές δυνάμεις, δυνατότητες. || (φαρμ.) ~ ορός. Πολυδύναμο εμβόλιο, που έχει παρασκευα στεί με περισσότερα από ένα στελέχη του ίδιου βακτηρίου ή ιού.
[λόγ. < ελνστ. πολυδύναμος]
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη