Α
αετός νυχάτος = πολύ έξυπνος άνρθωπος
αηδόνι = διαρρηκτικό εργαλείο
ακονισμένος = έξυπνος
ακούμπι = ενέχυρο
ακριδάτος = ματσαράγκας, πονηρός, καταφερτζής
αλαφροΐσκιωτος = γρήγορος, έξυπνος, ακίνδυνος
αλέθω το ίδιο βρωμάρι = επαναλαμβάνω
αλφάδι = πρώτης τάξης
αλωνίζω τ’άχερο = καθορίζω την κατάσταση
αμάλλιαγος = άπειρος, πρωτάρης
αμολάω λίγδα = προδίδω
ανάβω φουφού = δημιουργώ μπελάδες
ανθίζομαι = καταλαβαίνω
ανοίγω μπερντέ = φανερώνω
ανοίγω μπουρού = γκρινιάζω
ανοίγω πλώρη = βαδίζω, περπατώ
ανοίγω υπόνομο = προδίδω μυστικό
ανοίγω φεγγίτη = καλοϋποδέχομαι
ανοιχτό το καλντερίμι = ελεύθερα
αντάμης = φίλος, αδερφός
απλώνω = τακτοποιούμαι, βολεύομαι
από φελλό = άμυαλη
αρμενίζω βαθύ ρέμα = πορεύομαι, ενεργώ απερίσκεπτα
αρμυρή = η ανοιχτή θάλασσα
ασημένια τσέπη = πλούσιος
άσπρη = ηρωίνη
αυγοτάραχο = ζευγάρωμα
αφήνω καλάμι = εγκαταλείπω
αφήνω φλούδα = αφήνω απένταρο
αφρίζω = ξεχωρίζω, διαλέγω
αφρός = εκλεκτός
αψηλό ρετιρέ = αριστοκρατία
Β
βάζω βούλα = σημαδεύω, γίνομαι στόχος απόψεων
βάζω θλιβερή μουτσούνα = ασχημίζω
βάζω στην χοντρική πώληση = αχρηστεύω
βαράω μπουρού = λέω, εμπιστεύομαι
βγάζω από τη εγγενή = ανανεώνω
βγάζω λαγό = φέρνω αποτέλεσμα
βγάζω τα ντούκα = αποκαλύπτω
βγαίνει καπνός = βγαίνει φήμη
βγαίνει μούχλα = φανερώνονται μυστικά
βεντουζιάζω = κολλάω, γίνομαι φορτικός
βίγλα = σκοπιά
βιδέλο = κορόιδο
βλεφαρίζω = βλέπω
βρέχω το θλιβερό = δακρύζω
βρίσκομαι στον ίσκιο = είμαι απένταρος
βρυκολακάτα =αθόρυβα
Γ
γαζώνω το στόρμια = περνώ την κακοτοπιά
γαζώνω φόδρα = βολεύομαι
γαλάρα = αποδοτικά
γαλατόμαγκας = συμπαθητικός νέος αλλά καλομαθημένος
γατζώνω ρεμούλκα = είμαι σελέμης
γεμίζω την κάλτσα = κάνω οικονομίες
γιαλαντζί = ψευτικός
γιατρός = έκφραση χαρτοπαγνίου, που σημαίνει «αξιοπρεπής πελάτης»
γιουσουρουμέικο = εξευτελισμένο, χάλια
γκεζί ανώμαλο = καλή συνάντηση
γλαβάνη με τον όφι = η αμαρτία, η αξιόποινη πράξη
γλαροδόλωμα = κουτός, ανόητος
γραδάρω = υπολογίζω
γραφή = απόφαση δικαστική
γυμνοσάλιαγκας = εμπόδιο
Δ
δαγκώνω ξυλοκέρατο = καταπίνω προσβολή
δαγκώνω την κάνουλα = υποχωρώ
δαμάσκηνο =σφαίρα
δεματιάζω = συλλαμβάνω
δένω κόμπο ναυτικό =εξασφαλίζομαι
δίνω θεμέλιο = προσέχω, εκτιμώ
δίνω πόμολο = δίνω υποψίες
δίνω πορεία = πληροφορώ
διπλοβράχιολο = χειροπέδες
δόντι = ο δυνατός, αυτός που έχει τα μέσα
δοντιά = δόση χασισιού που κόβεται με το δόντι
δοντιαστός = ο δυνατός, ο σημαίνων
δούλευε τελέγραφο = λέγε γρήγορα
Ε
είμαι του ψυγείου = είμαι απαθής
είναι ψωμί = είναι χεροδύναμος
ελεύθερη τσάρκα = αποφυλάκιση
ένα καντάρι κουβέντα = κουβέντα βαρεία
έναν παρά = μια ζυγαριά
εξάτμιση = στεναγμός
έχω βαφή = έχω κακή δοσοληψία, ύποπτα προηγούμενα
έχω γραφτά = έχω τίτλους, έχω προσόντα
έχω καλλυντικά = έχω διασκεδάσεις
έχω κάνει καθαριότητα = έχω κάνει φόνο
έχω νεφρό = έχω θάρρος
Ζ
ζαρντιάζω = βολεύω
ζουμπά = σημάδι, διάνα
Η
η απόξω = η εξωτερική τσέπη που μπαίνουν τα πρόχειρα, τα χωρίς σημασία
η μάντρα έχει φράχτη = η δουλειά έχει δυσκολία
Κ
καδρόνι από μυαλό = βλάκας
καθάρισε τη φάβα = μίλα καλά
καθαρός = απένταρος
κάθομαι φακίρης στο καρφί = έχω έγνοια, στεναχώρια
καλλιόπη = χτένι = τρόποι χαρτοκλεψίας
καμπίσιο = φτωχό, ασήμαντο
κάνει τη γαλάζια κορδέλα = κάνει την αγνή (για γυναίκα μόνο)
κάνω απώσον = διώχνω
κάνω βδελλάτο = κολλάω άσχημα
κάνω γκεζί = συμφωνώ
κάνω ζύγια = υπολογίζω
κάνω καλντερίμι = (επί πόρνης) αναζητώ πελάτες στον δρόμο
κάνω κεφάλι = κάνω κέφι
κάνω κοντάρι = είμαι εξαρτώμενος
κάνω λακρεντί = υποχωρώ
κάνω μόστρα = επιδεικνύομαι
κάνω μπούκα = κάνω διάρρηξη
κάνω μόκο = σιωπώ
κάνω περίπολο = συχνάζω
κάνω πορεία = βολεύομαι
κάνω ρετάλι = εξευτελίζω
κάνω σέρβα = προσφέρω
κάνω στο ανοιχτό = δεν πλησιάζω, δεν ενοχλώ
κάνω στοπαριστό =σταματώ
κάνω σφουγγάρι = εκβιάζω
κάνω την τρελλή μου = κάνω αταξίες, σπατάλες
κάνω το στητό καδρόνι = καμαρώνω
κάνω τουμπεκί = σιωπώ, κάνω τον κουτό
κάνω τρακαριστό = βρίσκω τυχαία
κάνω χτένι = κανονίζω, καθορίζω
καραγκιοζάκι = κάλπικο ζάρι, από κείνα που κλέβουν
κάρδαμος = γερός, χεροδύναμος
καρούτα = άχρηστος, ανάξιος
καταπίνω το σκουμπρί = πιστεύω
καψουρεύομαι = ερωτεύομαι, παθιάζομαι
καψουρεύω = γουστάρω
κελαϊδάει το σίδερο = πυροβολεί το πιστόλι
κλειστή γρίλια = φυλακή
κόβω κότα = κατασκοπεύω
κόβω μάπες = εξεργάζομαι πρόσωπα, παρατηρώ
κόβω τη βασιλόπιτα = μοιράζω
κόβω χαφτάνι =διακόπτω
κόκαλο = ζάρι
κοκοράκι =σκονάκι
κολλαροκόλληση = τύλιγμα με έγγραφα
κολοκοτρωνάτα = αγαλμάτινα
κολοκυθοκορφάδα = καλοπέραση
κόνξες = κόλπα, πείσματα, αναποδιές
κόντρα πάσα = επιστροφή πράγματος
κοντραπλακέ = ηλίθιος
κορδόνι χωρίς κόμπο = κανονικά, τίμια
κότσος = κορόιδο
κουβάς με φρόκαλο = σκουπιδοτενεκές
κουβέρτα = το τραπέζι της κυβοπαιξίας
κουκκί = ψήφος
κουκουνάρι = αφελής
κουκουναριά = η μηχανή, η πονηρή δουλειά
κουλάφας = τιποτένιος
κουμαντάρω τα κόζα = διευθύνω
κουνιστή πολυθρόνα = αρσενικός θηλυπρεπής
κουνουπάτα = ψιθυριστά
κουνουπίδι = βλάκας
κουπί = το χέρι
κουσουμάρω = ζυγίζω με το μάτι
κουτούκι = καταφύγιο, σπίτι, μαγαζί
κούτσουρο = τάλληρο
κούφια αχιβάδα = χωρίς σημασία
κοφτή = μαχαίρι
κρατώ τεντωμένη κλωστή = διατηρώ σχέσεις
κρεμάστρα = ηλίθιος
κρεμάω πλισέ = κάνω ρυτίδες
κρυάδα = ανάγκη
Λ
λαδή = δηλαδή
λαδιά = καταγγελία = υποψία
λακκούβα με ασβέστη = πονηριά, έγκλημα, παράβαση
λακρεντί = ομιλία
λαμαρίνα ζουπηγμένη = φιλοδοξία, μεγαλομανία, από ψώνιο
λαμόγια = αβανταδόρος, παίχτης ψεύτικος που παρασύρει τους άλλους
λαχανάς = πορτοφολάς, κλέφτης πορτοφολιών
λεκάνη = ιερόδουλος, πόρνη
λευκή = η ηρωίνη
λιμοκοντοράκι = το πενηντάρι
λιχουδιάζω = περιπαίζω
λούκια = δαπάνες, σπατάλες
λουκούμι = δουλειά με πολλά λεφτά
λουλουκιαστά = τα σεντόνια
λουλούκες = ορχήστρα πνευστών
λυπητερή = λογαριασμός
λουφές = εισόδημα ποσοστό
Μ
μαβιά βούλα = σεσημασμένο
μάγκας της άφρας = ασήμαντος
μανιτάρι = απάτη με κλεψιά
μανιταριτζής = αυτός που κλέβει με τη μέθοδο «μανιτάρι»
μάπα = παλιό, άχρηστο, κακή ποιότης, πρόσωπο
μασάω κάγκελο = είμαι έξω φρενών
μασάω το τσουένι = δεν αντιλαμβάνομαι την απάτη
ματσώνω = δίνω λεφτά
μαύροι = αστυνομικοί
μ’εκανε όπισθεν = με αποστόμωσε
μελαχροινή = χασίς
μένω με σιρόπι στην πίτα = ευχαριστιέμαι, ενθουσιάζομαι
μένω φέρμα = στέκομαι επιφυλακή
μέσα πολιτεία = φυλακή
μεσοτοιχία = στενή σχέση
μεταφράζω = πουλώ
μετερίζι = καταφύγιο
με το στεγνό = με το ζόρι
μέχρι ψίχα μύγδαλο = μέχρι τα μυστικά
μοιράζω κερήθρες = μιλάω γλυκά, υπόσχομαι
μονό λιανοτάρι = δραχμή
μονόρριγος = ιδιότροπος, ίσιος
μουλώνω = παύω να μιλώ
μουργέλα = τεμπελιά
μουργιάζω το λάδι = παχαίνω τεμπέλικα
μούρη τσιγγελάτη = κρεμασμένα μούτρα
μπακίρια = λεφτουδάκια
μπαλαντέρ = ικανός και αφελής
μπαρμπουτιέρα = εκεί που παίζουν ζάρια
μπασκίνι =χωροφύλακας
μπάτσος = αστυνομικός
μπεγλεράω = κουνώ
μπιτσάκι = μαχαίρι
μπιτσακτζής = μαχαιροβγάλτης
μπουζουριέρα = κάτι που καλύπτει, πρόφαση, καταφύγιο
μπουκαδόρος = κάποιος που κάνει διάρρηξη
μπουράσκα = ο νοτιάς
μπρισίμι = κορόιδο
μπρατσεράτος = καμαρωτός, σαν μπρατσέρα
μπραφ = φευγιό, ή απότομο μπάσιμο
μυγδαλωτό = πονηρό, σκανδαλιάρικο
μυρίζομαι την άνοιξη = μπαίνω στο νόημα
μυτιά = δόση πρέζας που παίρνεται από τη μύτη
Ν
ναμικιόρης = αχάριστός
νερό = αβανταδόρος
νεροφιδίσα = πολύ και γρήγορα, σαν νεροφίδα (λέγεται για το ποτό μόνο)
νεφρό = κουράγιο
νηοπομπή = συνοδεία
νιόνιος = βλάκας
νογάω = καταλαβαίνω
νταβάς, νταβατζής = αγαπητικός, σωματέμπορος, εκμεταλλευτής
ντου = έφοδος, επιδρομή
ντούκος = ψευτοεπίδειξη
Ξ
ξανθαίνω περούκα = είμαι ικανός
ξάφρα = κλοπή
ξενερώνω = συνέρχομαι
ξεντουζενιάζω = είμαι άκεφος
ξεράθηκα = κοιμήθηκα
ξέρω τη φτιάξη = ξέρω τις πονηριές (στα ίσια, όλες)
ξεσηκώνω χασέ = ανακαλύπτω
ξέφτι = εξευτελισμός
ξηγιέμαι = τα λέω αντρίκια
ξηλώνομαι = πληρώνω
Ο
όπου πιάνει πόμολο = όπου βρη ευκαιρία
Π
παγκουέ = μετρητά
παιδί της άφρας = παλιόμουτρο
παιδί της καλούμπας = ο μικρός μάγκας που κάνει αστεία
παιδί της λίγδας = βρωμόμουτρο
παίρνω κουταλιά = χαϊδεύω ελαφρά
παίρνω στον ίσκιο μου = προστατεύω
παίρνω το σκοινί = αναλαμβάνω πρωτοβουλία
παίχτης = κομπολόι
παλληκάρι της μπουκάλας με τη φάβα = γελοίος ψευτοπαλληκαράς
πανί λευκό = πεδίο ελεύθερο
παντόφλα = πορτοφόλι
παπαρούνα = όπιο
παπούς = κατοστάρικο
παρατάω τον ονειροκρίτη = αφήνω τα ημίμετρα
παρτσινέβελος = σύρτης
περπατημένος = πεπειραμένος, έξυπνος
περπατώ με την όπισθεν = υποχωρώ
περπατώ στεγνά = πάω στα σίγουρα
πέτα σήμα = λέγε μυστικό
πετάω πετιμέζι = κάνω χάδια
πετάω σάλιο = φανερώνω μυστικό
πετάω ψίχουλα = κουβεντιάζω εμπιστευτικά
πετιμέζι = επικερδής βρωμοδουλειά
πέφτουνε στο συρτάρι = στη γκανιότα
πέφτω στη λακκούβα με τη φάβα = υποπτεύομαι
πέφτω στη λάντζα = ξεπέφτω
πέφτω στη μάρκα = με υποψιάζονται
πέφτω στη μικρή κλωστή = ξεπενταριάζομαι
πουρέκλω = γριά
πέφτω στο καλομέλανο = βρίσκω εμπόδια
πέφτω στο μπρισίμι = πέφτω σε δυσκολίες, παγιδεύομαι
πέφτω στο πάτωμα = έρχομαι στην πραγματικότητα
πέφτω στην τσιμεντόπλακα = είμαι χωρίς δουλειά, περιφρονημένος
πιάστηκα στόκο = μεγαλοπιάστηκα
πιατάκι = πόστο, περιφέρεια
πίνω πηγαδίσιο νερό = αρκούμαι στα ολίγα
πίτουρο = δόλωμα
πιτσιπίτσι = λέγειν
πέφτω στην μπούκα = του πέφτω μπροστά
πριτσίνι = καρφί
πρώτο = λίρα χρυσή
Ρ
ράφι= νοικοκυριό
ρεμάλι = χαμένο κορμί
ρέφα = μερίδιο
ρεφούζι = δεύτερης πιοτής (είδος καπνού με φύλλο κατώτερο)
ρίχνω αλλού τη βάρκα = αλλάζω κατεύθυνση, κοροϊδεύω με άλλο σύστημα
ρίχνω κοκκαλιές = παίζω ζάρια
ρίχνω κολατσό = κάνω το τραπέζι
ρίχνω λουκούμι = κάνω κόρτε
ρίχνω μπαταρέλα = παίρνω στην κοροϊδία, περιφρονώ
ρίχνω προζύμι = δίνω πληροφορίες
ρίχνω χαλίκι = προετοιμάζω
ρολάρω = τυλίγω, παρασύρω
ρολόι τυλιχτό = ρολόι του χεριού
ροσολάτο = γλυκό σαν ροσόλι
Σ
σακαράκα = σπαθί στρατιωτικό μακρύ και φαρδύ
σακουλετζέμ; = κατάλαβες;
σαλάμια του άερος = κοινός άνθρωπος
σαματατζής = εκείνος που κάνει φασαρία, παλληκαράς
σανός = είσπραξη
σαρακοστιανό σκαλτσούνι = αγράμματος
στούμπος = βλάκας
σεντόνι = μεγάλο χαρτονόμισμα
σεργιάνι = χάζι
σερμαγιά = κομπόδεμα
σεσουλιάζω = μαζεύω
σιδεράτος = πιστολοφόρος
σίδερο = όπλο
σιδερομύγδαλο = δυσκολία
σιδερώνω = βάζω στα σίδερα, συλλαμβάνω
σικέ = φτιαχτό, κίβδηλο
σίελε = η πιάτσα
σκαθάρι = έξυπνος, πονηρός, σκανταλιάρης
σκονίζω = πίνω
σκόνη = προηγούμενα, επιβαρυντικά
σκουλήκι = μόνος, έρημος
σοροπάτος = γλυκός
σούμα = λογαριασμός
κουπάκι = ασήμαντο
σούστα = σουγιάς αυτόματος
σπάζει η βιτρίνα = χαλάει η δουλειά
σπάζω = φεύγω
σπάω μπαρούμα = διακόπτω
στεγνό λαγίνι = απένταρος, φουκαράς
στενή = φυλακή
στενάζω της πηγάδας = στενάζω βαθιά
στενάχωρο =δαχτυλίδι
στενεύουνε = τον φυλακίζουν, τον βάζουν στη στενή
στενός δρόμος = καλντερίμι, πορνεία
στήνω ξοβεργάτη = παρακολουθώ κρυφά
στήνω πυροστιά = κάνω νοικοκυριό
στη ρίγανη = ιδιαιτέρως
στίψη = φτώχια
στρίτζος = ανάποδος, ζόρικος
στέκα όρθια = καμαρωτός
στον ήσκιο = στα κρυφά
στο όμικρον = στην καζούρα
στο σέτε = στην απενταρία
στο χωνάκι = στην αφάνεια, ο ασήμαντος
στρίτζωμα = κάνω τον ιδιότροπο
στρώνω κουβέρτα = λέω το σωστό
στρώνω κουρελού = κάνω νοικοκυριό
στρώνω μπατανία = κάνω φασαρία, καθαρίζω μια εκρεμμότητα
συκωτάκι = γραβάτα φιγουράτη
σφόλι = προκλητική κουβέντα
Τ
ταγαρώνω = γίνομαι ενοχλητικός
ταμπακιάζω = εκτιμώ
τάρα = περιττό βάρος, προσβολή
ταρατσώνω = χορταίνω
ταράφι = κύκλος
ταρσανάς = ναυπηγείο
τελβές = κατακάθι
τέλια = ειδήσεις
τεμπερισάτο = βερεσέ, με πίστωση
τέρτσος = ο χάνων
τζες = μόρτης, μάγκας, παιδί
τζιβάνα = επιστόμιο
τζιμάνι = φίνος, καλός, έξυπνος
τζίνι = έξυπνος
τζιβαέρι = χρυσαφικό
τζούρα = μικρή δόση, μικρό μπουζούκι
την ψυλλιάζομαι = υποπτεύομαι
τη φουντώνω = ανάβω τσιγάρο με χασίς
τιμπιρίσι = κουμπαράς
τιριτίρι = κουμπαράς
τίρος = ο κερδίζων
τογκαδόρος = ειδικότης καπνεργάτη που κάνει δέματα καπνού (τόγκες)
το μαβί στην κεφάλα = το αίμα στο κεφάλι
τον ρίχνω = τον κοροϊδεύω
τόρος = ίχνος
τούφα = ύπνος
τραμπάλα = πίστωση
τραμπούκος = πληρωμένος παλληκαράς
τράτα = κρυφό χαρτοπαίγνιο
τριόμφο = παιχνίδι με τράπουλα
τρώω λάχανο = πιάνω κορόιδο
τρώω σουπιά = πιστεύω, εμπιστεύομαι
τσάι = η ιατρική εξέταση των ιεροδούλων
τσάκα = το τσάκισμα του υφάσματος
τσάκα πράμα = βγάζω χρήματα, κερδίζω πολλά
τσαμασίρι = εξάρτημα, όπλο, στολίδι, αντικείμενο
τσαμπουκάς = στεναχώρια, υποψία
τσαρδί = σπίτι, στέγη, καταφύγιο
τσάρκα = βόλτα
τσαρκάρω = κάνω βόλτες αργόσχολες
τσέρκι = στεφάνι
τσιγγέλι = υποδικία
τσίκα = χασίς
τσικιρικίτζης = καταφερτζής
τσιρδουλή = φανταχτερή
τσιριμπαμπούμ = φασαρία, τελετή
τσιριμπάσης = αρχηγός, διευθυντής
τσιτσίρια = τα χρειώδη
τσίφτης = λεβέντης
τσοκ μπερντέ = πολλά λεπτά (διάλεκτός ανωμάλων)
τσόλι = ασήμαντο
τσουλήθρα = ξεπεσμός
τσουλούφι = τιποτένιος
τσουλουφιάζω = αρπάζω
τσουρνεύω = κλέβω με ξάφρισμα
Υ
υφάσματα του πελάγου = λαθραίος ρουχισμός απ΄αυτόν που φέρνουν οι ναύτες λαθραία
Φ
φασινάρω = ξεπλένω
φεγγίτης = γυαλιά
φεγγιτιάζω = κυττάζω
φερμεζότο = το κλείσιμο, ο αποκλεισμός
φέρνω βόλτα την κουβέρτα = κερδίζω όλους τους παίκτες του κύκλου
φέρνω στο καράτι = εκτιμώ
φιδιάζω = κάνω το φίδι, σέρνομαι
φλομέ = πείσμα, νευρικότης
φουμάρω φούντα = κοροϊδεύω
φούντα = χασίς
φουντανέλα = τσιγάρο στριφτό με χασίς
φουντάρω = ρίχνω στη θάλασσα
φουντούκι = στενοχώρια, υποκρισία, ψέμα
φράχτης = ο υπόκοσμος
φρόκαλο = σκουπίδι
φτερό = αθώος
φτύνω = προδίδω
φυντάνι = καινούργιος
Χ
χάνωσα = απόρησα
χασμουρήθηκε = βαρέθηκε
χήνα = χιλιάρικο
χοντρή κοιλιά = πλούσιος
χοντρό δαμάσκηνο = κακή κουβέντα
χοντρό σκοινί = μεγάλη δουλειά, μεγάλη φασαρία
χόρτο = χασίς
χωρίζω γαβάθες = δεν έχω παρτίδες πια
Ψ
ψιλή βελονιά = αδικία
ψιλοτάρι = ασήμαντος
ψωνίζω την Αγγελικούλα = τρελλαίνομαι
Ω
ωχρή = χρυσή λίρα
ώρα με βουρδούλακες = μεσάνυχτα
Copyricht/Copyright: N. Tσιφόρος, 1966