Abitudini Cesare Pavese
Sull'asfalto del viale la luna fa un lago silenzioso e l'amico ricorda altri tempi. Gli bastava in quei tempi un incontro improvviso e non era piú solo. Guardando la luna, respirava la notte. Ma più fresco l'odore della donna incontrata, della breve avventura per le scale malcerte. La stanza tranquilla e la rapida voglia di viverci sempre, gli riempivano il cuore. Poi, sotto la luna, a gran passi intontiti tornava, contento.
A quei tempi era un grande compagno di sé. Si svegliava al mattino e saltava dal letto, ritrovando il suo corpo e i suoi vecchi pensieri. Gli piaceva uscir fuori prendendo la pioggia o anche il sole, godeva a guardare le strade, a parlare con gente improvvisa. Credeva di saper cominciare cambiando mestiere fino all'ultimo giorno, ogni nuovo mattino. Dopo grandi fatiche sedeva fumando. Il piacere piú forte era starsene solo.
È invecchiato l'amico e vorrebbe una casa che gli fosse più cara, e uscir fuori la notte e fermarsi sul viale a guardare la luna, ma trovare al ritorno una donna sommessa, una donna tranquilla, in attesa paziente. È invecchiato l'amico e non basta piú a sé. I passanti son sempre gli stessi; la pioggia e anche il sole, gli stessi; e il mattino, un deserto. Faticare non vale la pena. E uscir fuori alla luna, se nessuno l'aspetti, non vale la pena.
| Συνήθειες Τσέζαρε Παβέζε (μετάφραση: Σπύρος Δόικας)
Στο πλακόστρωτο του πίσω δρόμου το φεγγάρι λιμνάζει σιωπηλό κι ο φίλος μας τα περασμένα αναπολεί. Τότε που του αρκούσε μια τυχαία συνάντηση για να μη νιώθει πλέον μόνος. Τότε, που του άρεσε ν’ αγναντεύει το φεγγάρι και να ρουφάει της νύχτας τ’ αρώματα. Μα πιο γλυκό, θυμάται, ήταν το άρωμα της γυναίκας Που θα συναντούσε, η σύντομη περιπέτεια στην ετοιμόρροπη σκάλα. Η γαλήνια κάμαρη και η επιθυμία να ζήσει εκεί για πάντα Γέμιζαν την καρδιά του. Ύστερα, κάτω από το φως του φεγγαριού, με μεγάλες αργόσυρτες δρασκελιές θα επέστρεφε, ευτυχισμένος.
Εκείνο τον καιρό ήταν ο καλύτερος φίλος του εαυτού του. Ξυπνούσε το πρωί και σηκωνόταν απ’ το κρεβάτι ξανασμίγοντας με το κορμί του και τις αναμνήσεις του. Του άρεσε να βγαίνει έξω στη βροχή ή να την αράζει στον ήλιο να χαζεύει την κίνηση του δρόμου και να πιάνει κουβέντα με τους περαστικούς. Ήταν πεπεισμένος ότι μπορούσε ν’ αλλάζει επάγγελμα κάθε πρωί, μέχρι την τελευταία ημέρα της ζωής του. Μετά, αποκαμωμένος, άραζε κάπου για να κάνει το τσιγάρο του. Τότε, θυμάται, η μεγαλύτερη ικανοποίηση ήταν να είναι μόνος.
Πάει, γέρασε ο φίλος μας, και θα ’θελε ένα σπίτι ζεστό, θα ’θελε να βγαίνει τις βόλτες του το βραδάκι και να την αράζει στο πλακόστρωτο χαζεύοντας το φεγγάρι, αλλά, σα γυρνάει σπίτι, να βρίσκει μια γυναίκα αφοσιωμένη, μια γυναίκα γαλήνια, να τον περιμένει υπομονετικά. Πάει, γέρασε ο φίλος μας, και η μοναξιά του ’γινε βάρος. Οι περαστικοί διαβάτες είναι πάντα οι ίδιοι· ο ήλιος και η βροχή, απαράλλακτοι· και το χάραμα, έρημος. Δεν αξίζει τον κόπο να παιδεύεται κανείς πλέον, και να βγαίνει έξω στη φεγγαράδα, άμα κανείς δεν τον περιμένει, αλήθεια σας λέω, δεν αξίζει τον κόπο.
|