perv → διεστραμμένος, σεξουαλικά διεστραμμένος, ανώμαλος, ψυχάκιας, λάγνο βλέμμα, βλέμμα όλο λαγνεία, ερωτικό βλέμμα, κάρφωμα με το βλέμμα, κοιτάω με λαγνεία, μπανίζω, λιμπίζομαι, κάνω οφθαλμόλουτρο, παίρνω μάτι, λιγουρεύομαι, κοιτάω σαν λιγούρης, κοιτάω σαν λιγούρι, ξεροχύνω

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854546
    • Gender:Male
  • point d’amour

 

Search Tools