γιαπί -> building site, building under construction, house frameγιαπί το [japí] Ο43 : οικοδομή που βρίσκεται στο στάδιο του σκελετού και με επέκταση στην οποία δεν έχουν τελειώσει οι εργασίες ανέγερσης ή επισκευής: Έμεινε γιαπί. Δεν μπορούμε να μετακομίσουμε· το σπίτι είναι ακόμα γιαπί. Mετά το σεισμό το κέντρο της πόλης έμοιαζε με τεράστιο ~.
[τουρκ. yapι `κτίριο΄]
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη