διαφοροδιάγνωση (ΔΔ) →
differential diagnosis (DDx, ddx, DD, D/Dx, ΔΔ)
In medicine, a differential diagnosis is the distinguishing of a particular disease or condition from others that present similar clinical features. Differential diagnostic procedures are used by physicians and other trained medical professionals to diagnose the specific disease in a patient, or, at least, to eliminate any imminently life-threatening conditions. Often, each individual option of a possible disease is called a differential diagnosis (for example, acute bronchitis could be a differential diagnosis in the evaluation of a cough that ends up with a final diagnosis of common cold).
https://en.wikipedia.org/wiki/Differential_diagnosisΔιαφορική διάγνωση (μερικές φορές συντέμνεται ΔΔ) ή διαφοροδιάγνωση είναι η διαγνωστική διαδικασία μέσω της οποίας αποκλείουμε παθήσεις με παρόμοια συμπτώματα ώστε να καταλήξουμε στην επικρατέστερη διάγνωση. Π.χ. για ένα παιδί που δεν μιλά προχωρούμε σε διαφορική διάγνωση μεταξύ κώφωσης και ψυχικής διαταραχής.
Η έννοια της διαφορικής διάγνωσης περιλαμβάνει την παρακολούθηση και ανακάλυψη σημείων και συμπτωμάτων, σταδιακό υπολογισμό των περισσότερο πιθανών παθήσεων, στη συνέχεια αποκλεισμό μερικών πιθανών διαγνώσεων μία μετά την άλλη ώσπου στο τέλος να μείνει μόνο μια συγκεκριμένη διάγνωση που να εξηγεί όλα τα σημεία και τα συμπτώματα του ασθενούς.
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%94%CE%B9%CE%B1%CF%86%CE%BF%CF%81%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%B4%CE%B9%CE%AC%CE%B3%CE%BD%CF%89%CF%83%CE%B7