υποφώσκω → give off a faint light, glimmer, shine dimly
Το ρήμα υποφώσκω (απαντά στην αρχαία ελληνική ως υποφαύσκω), εύχρηστο κι αυτό μόνο στον ενεστώτα και τον παρατατικό, σημαίνει κυριολεκτικώς αρχίζω να φέγγω, φέγγω αμυδρά, αχνοφέγγω, θαμποφέγγω, γίνομαι λίγο-λίγο φωτεινός: «Υποφώσκει η ημέρα», «Το χάραμα υποφώσκει», «Η φλόγα του κεριού υποφώσκει».
Όταν χρησιμοποιείται μεταφορικώς, το υποφώσκω σχετίζεται με μια ευχάριστη εξέλιξη, επιθυμητή έκβαση ή ευοίωνη προοπτική, που μόλις αρχίζει να διαφαίνεται στον ορίζοντα, να διαγράφεται: «Στην καρδιά όλων των ανθρώπων υποφώσκει πάντοτε η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο», «Μόλις τώρα άρχισε να υποφώσκει στο βάθος του ορίζοντα ένα ελπιδοφόρο φως για την επίλυση των προβλημάτων μας», «Στον τομέα της οικονομίας υποφώσκουν επιτέλους κάποιες ελπίδες για τερματισμό της πολύχρονης λιτότητας», «Στην έκθεση των εμπειρογνωμόνων υποφώσκει η ελπίδα της ανάκαμψης της εταιρείας».
Συγκεφαλαιώνοντας, το μεν υποβόσκω έχει την έννοια τού υποκρύπτομαι ή λανθάνω και συνδέεται με κάτι επικίνδυνο, ενοχλητικό ή δυσάρεστο, το δε υποφώσκω έχει την έννοια τού διακρίνομαι αμυδρά και συνδέεται με κάτι ευχάριστο, επιθυμητό, ευοίωνο ή ελπιδοφόρο.
Γλωσσικές απορίες: Υποβόσκω και υποφώσκω - Ειδήσεις - Πολιτισμός - in.gr