1: capable of being sustained
2 a: of, relating to, or being a method of harvesting or using a resource so that the resource is not depleted or permanently damaged
sustainable techniques
sustainable agriculture
b: of or relating to a lifestyle involving the use of sustainable methods
sustainable societyMerriam-Webster: Definition of sustainableαειφορία (η) {χωρ. πληθ.} 1. (κ. αρχή τής αειφορίας) η σκόπιμη παραγωγή ενός προϊόντος από ένα δάσος με τρόπο που να μη μειώνεται αλλά, αν είναι δυνατόν, να βελτιώνεται η παραγωγική ικανότητα του και να μη θίγονται οι θετικές περιβαλλοντικές επιδράσεις - λειτουργίες του 2. η διαχείριση των φυσικών οικοσυστημάτων και των ανανεώσιμων πηγών ενεργείας με τρόπο που να εξασφαλίζεται η περιβαλλοντική ποιότητα και ισορροπία για το μέλλον (βλ. κ. αειφόρα ανάπτυξη) 3. (συνεκδ.) άνθηση, διαρκής πρόοδος, ανάπτυξη: «η ~ τής
ελληνικής γεωργίας εξαρτάται από τη μείωση τού κόστους παραγωγής των αγροτικών προϊόντων» (εφημ.).
[ΕΤΥΜ. < αεί «πάντοτε» + -φορία < φέρω, απόδ. ξέν. όρου, πβ. γαλλ.
rapport soutenu]. Λεξικό Μπαμπινιώτηβιωσιμότητα (η) {χωρ. πληθ.} 1. ΒΙΟΛ. η εκτίμηση των δυνατοτήτων ή πιθανοτήτων (υψηλών ή χαμηλών) επιβίωσης ζωντανών οργανισμών (π.χ. είδους ζώων, κατηγορίας πληθυσμού, παιδιών, πασχόντων από ασθένεια κ.λπ.) ANT. θνησιμότητα 2. (μτφ.) η δυνατότητα ή οι μεγάλες πιθανότητες επιβίωσης: η βιωσιμότητα τής επιχείρησης | τού κυβερνητικού σχήματος | ενός οργανισμού.
[ΕΤΥΜ. Μετάφρ. δάνειο από αγγλ. viability]. Λεξικό Μπαμπινιώτη
« Last Edit: 02 Jan, 2018, 12:03:45 by spiros »