Church Going Philip Larkin
Once I am sure there's nothing going on I step inside letting the door thud shut. Another church: matting seats and stone and little books; sprawlings of flowers cut For Sunday brownish now; some brass and stuff Up at the holy end; the small neat organ; And a tense musty unignorable silence Brewed God knows how long. Hatless I take off My cylce-clips in awkward revrence
Move forward run my hand around the font. From where i stand the roof looks almost new-- Cleaned or restored? someone would know: I don't. Mounting the lectern I peruse a few hectoring large-scale verses and pronounce Here endeth much more loudly than I'd meant The echoes snigger briefly. Back at the door I sign the book donate an Irish sixpence Reflect the place was not worth stopping for.
Yet stop I did: in fact I often do And always end much at a loss like this Wondering what to look for; wondering too When churches fall completely out of use What we shall turn them into if we shall keep A few cathedrals chronically on show Their parchment plate and pyx in locked cases And let the rest rent-free to rain and sheep. Shall we avoid them as unlucky places?
Or after dark will dubious women come To make their children touvh a particular stone; Pick simples for a cancer; or on some Advised night see walking a dead one? Power of some sort or other will go on In games in riddles seemingly at random; But superstition like belief must die And what remains when disbelief has gone? Grass weedy pavement brambles butress sky.
A shape less recognisable each week A purpose more obscure. I wonder who Will be the last the very last to seek This place for whta it was; one of the crew That tap and jot and know what rood-lofts were? Some ruin-bibber randy for antique Or Christmas-addict counting on a whiff Of grown-and-bands and organ-pipes and myrrh? Or will he be my representative
Bored uninformed knowing the ghostly silt Dispersed yet tending to this cross of ground Through suburb scrub because it held unspilt So long and equably what since is found Only in separation--marriage and birth And death and thoughts of these--for which was built This special shell? For though I've no idea What this accoutred frowsty barn is worth It pleases me to stand in silence here;
A serious house on serious earth it is In whose blent air all our compulsions meet Are recognisd and robed as destinies. And that much never can be obsolete Since someone will forever be surprising A hunger in himself to be more serious And gravitating with it to this ground Which he once heard was proper to grow wise in If only that so many dead lie round.
| Εκκλησιασμός Φίλιπ Λάρκιν, απόδοση: Κώστας Κουτσουρέλης
Έχοντας πρώτα βεβαιωθεί, ούτε ψυχή, Αφήνω πίσω μου την πόρτα να βροντήσει. Ακόμη ένας ναός: πέτρα, στασίδια και χαλιά, Συνόψεις· σκόρπια λουλούδια από την Κυριακή, Τώρα πια σ' αποσύνθεση· στην άκρη του ιερού Μπρούτζινα κι άλλα σκεύη· αυλοί οργάνου στη γωνιά· Και μια σιωπή, βαριά, υγρή απ' τη μούχλα του καιρού. Τις πιάστρες σκύβω του ποδήλατου να βγάλω: Έτσι αδέξιος κι ασκεπής, τα σέβη μου υποβάλλω.
Περνώ πιο μέσα, την κολυμβήθρα ψηλαφώ. Από δω κάτω, η οροφή σχεδόν καινούργια μοιάζει· Να την αναπαλαίωσαν τάχα; το αγνοώ. Στο αναλόγιο ανεβαίνω, διακρίνω Στίχους μακρόσυρτους εκεί, όλο απειλές· με τρόπο άθελα μεγαλόφωνο "τετέλεσται" προφέρω. Ο αντίλαλός μου μια στιγμή καγχάζει. Βγαίνοντας υπογράφω, ένα κέρμα αφήνω, Η στάση σκέφτομαι δεν άξιζε τον κόπο.
Την έκανα όμως: την κάνω μάλιστα συχνά, Και πάντα καταλήγω σαστισμένος όπως τώρα Ν' αναρωτιέμαι τι ζητάω εντέλει· ή πάλι, Όταν θα πέσουν οι εκκλησίες σ' αχρησία Τι θ' απογίνουν. Μήπως κλειδώσουν πουθενά Τους κώδικες, τους δίσκους, τ' αρτοφόρια, Κρατήσουν για εκθετήριο καμμία καθεδράλη Και όλα τ' άλλα αφεθούν στ' αγρίμια και τη μπόρα; Να φέρνουν, θα νομίζουμε τότε, κακοτυχία;
Ή μήπως κάτι αλλόκοτες γυναίκες κάθε βράδυ Θα φέρνουν το παιδί τους για ν' αγγίξει Μια κάποια πέτρα· ή για να βρει βοτάνια· ή για να δει Πώς περπατάει ένας νεκρός μες στο σκοτάδι; Ένα όποιο δέος όσο νά 'ναι θα σωθεί Σαν γρίφος, σαν παιχνίδι, θα χρεώνεται στην τύχη· Μα η δεισιδαιμονία, όπως η πίστη, θα πεθάνει, Και τι θα μείνει όταν κι η απιστία θα λήξει; Οι βάτοι, η χλόη, οι πλάκες, ο ουρανός, οι τοίχοι,
Μια σκιά, κάθε βδομάδα πιο θαμπή, ολοένα Ένας σκοπός πιο σκοτεινός. Αναρωτιέμαι ποιος Θα είν' ο έσχατος που θά 'ρθει να τρυπώσει Εδώ προϊδεασμένος; Μήπως κανείς σχολαστικός Χαρτογιακάς που ξέρει τι θα πει "υπερώον"; Κανείς ερειπιοπότης ίσως, παλαβός γι' αρχαία, Ή χριστουγεννομανής που πάει να μαστουρώσει Με μυροδόχες και μ' αυλούς και μίτρες αρχιερέα; Ή μήπως θα είναι κάποιος σαν εμένα,
Bαριεστημένος κι αδαής, εν γνώσει ωστόσο Ότι ο πηλός του πνεύματος τρίφτηκε κι έμεινε άμμος; Και που αν θα κάνει απ' τα προάστια δρόμο τόσο, Είναι επειδή για αιώνες έζησαν εδώ αρμονικά Όσα έκτοτε τελούν σε χωρισμό – γέννηση, γάμος, Ο θάνατος, οι σκέψεις μας γι' αυτά – για όσα ειδικά Χτίστηκε αυτό το κέλυφος; Γιατί ιδέα δεν έχω τι αξίζει ο επιπλωμένος τούτος στάβλος, ο σαπρός. Μ' αρέσει όμως να στέκομαι εδώ μέσα σιωπηλός·
Είναι ένας οίκος σοβαρός σε τόπο σοβαρό, Η ατμόσφαιρά του συγκαλεί κάθε μας φόβο, Τον κάνει οικείο, με μανδύα μοιραίο τον ντύνει. Κι αυτό είν' αδύνατο, όχι, ν' απαρχαιωθεί· Πάντοτε μ' έκπληξη κανείς θ' αναρριγεί Εμπρός στην πείνα μέσα του πιο σοβαρός να γίνει, Κι εκείνη θα τον οδηγεί πάντα στον τόπο αυτό Που κάποτε, άκουσε να λεν, ανάσταινε σοφούς, Έστω και γιατί μέσα του κρύβει τόσους νεκρούς.
|