Το κείμενο που μοιράστηκε στη χτεσινή πορεία της Αθήνας:
Οι “προοδευτικοί” πανεπιστημιακοί καθηγητές, οι κομμουνιστές και ένας αριθμός φοιτητών εντοπίζουν την κύρια αιτία της φοιτητικής “κρίσης” στην οπισθοδρομικότητα του πανεπιστημίου σε σχέση με τις τρέχουσες ανάγκες της κοινωνίας, στην ποσοτική ανεπάρκεια των προβλεπομένων μαθημάτων, στις ημι-φεουδαρχικές συμπεριφορές κάποιων καθηγητών και στη γενική ανεπάρκεια εργασιακών ευκαιριών. Βλέπουν το πανεπιστήμιο ως απροσάρμοστο στον σύγχρονο κόσμο. Το γιατρικό γι’ αυτούς είναι η προσαρμογή: μια εκσυγχρονιστική μεταρρύθμιση, που θα ξαράχνιαζε το πανεπιστήμιο, θα εξασφάλιζε περισσότερους καθηγητές, καλύτερα αμφιθέατρα, έναν μεγαλύτερο προϋπολογισμό για την παιδεία, ίσως μια περισσότερο φιλελεύθερη συμπεριφορά στην πανεπιστημιούπολη και σαν επιστέγασμα όλων αυτών, μια σίγουρη δουλειά. Οι επαναστάτες [
] βλέπουν αυτή τη φροντίδα για την προσαρμογή του πανεπιστημίου στη σύγχρονη κοινωνία ως ένα είδος υπεκφυγής, αφού αυτοί απορρίπτουν αυτή την ίδια τη σύγχρονη κοινωνία.
Maurice BrintonΤο πανεπιστήμιο δημιουργείται στις πόλεις του Μεσαίωνα, κατά τον 13ο αιώνα. Είναι η συντεχνία αυτών, που επιθυμούν να ασχοληθούν με τη φιλοσοφία και τις επιστήμες. Το πανεπιστήμιο είναι ένας θεσμός, ο οποίος γεννήθηκε με σκοπό να προαγάγει τη σκέψη και τη γνώση και όχι με σκοπό να προετοιμάζει τους μελλοντικούς υπαλλήλους και εργαζόμενους. Ευθύς εξαρχής υπήρξε ένας θεσμός αποκομμένος από πρακτικά και λειτουργικά καθήκοντα. Η ενασχόληση με τη σκέψη και τη γνώση γινόταν χάριν του έρωτα γι’ αυτές κι όχι χάριν της εξυπηρέτησης κάποιων εξωτερικών προς αυτές σκοπών.
Το πανεπιστήμιο είναι ένας θεσμός ολιγαρχικός, ο οποίος δε θα έπρεπε να υπάρχει σε μια δημοκρατική και αυτόνομη κοινωνία. Εξηγούμαστε: το πανεπιστήμιο είναι θεσμός ολιγαρχικός, λόγω του ιεραρχικού τρόπου, με τον οποίο είναι οργανωμένο. Διότι κατά τα άλλα, από τη στιγμή που είναι ένας θεσμός, που δημιουργήθηκε, με σκοπό την προαγωγή της γνώσης και της σκέψης, το πανεπιστήμιο είναι ένας θεσμός ουσιωδώς και βαθιά δημοκρατικός. Το πρόβλημα είναι, πως αυτός ο σκοπός επιδιώχθηκε με μέσα και μορφές οργάνωσης, που προωθούν την αυθεντία, τη λατρεία της παράδοσης και το διαχωρισμό σε επαΐοντες-μη επαΐοντες και σε διευθύνοντες-εκτελεστές. Κάνοντας έναν πλασματικό διαχωρισμό, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι αυτό με το οποίο διαφωνούμε, δεν είναι το «περιεχόμενο» του πανεπιστημίου, αλλά η «μορφή» του. Επειδή όμως μορφή και περιεχόμενο στην πραγματικότητα δεν είναι διαχωρίσιμα, οφείλουμε να παραδεχθούμε, ότι ο ολιγαρχικός τρόπος οργάνωσης του πανεπιστημίου, όχι μόνο επηρεάζει τελικά προς αρνητική κατεύθυνση τις αρχικές του επιδιώξεις, αλλά και εκφράζει τον μέχρις ενός βαθμού συντηρητικό και περιοριστικό τρόπο, με τον οποίο έγιναν αντιληπτές αυτές οι επιδιώξεις. Αυτή η διαπίστωση μας κάνει να πούμε, ότι μόνο η αντικατάσταση του παρόντος, ολιγαρχικού τρόπου οργάνωσης του πανεπιστημίου από ένα δημοκρατικό θεσμικό σύστημα θα επιτρέψει την πλήρη και απρόσκοπτη ανάπτυξη του πνεύματος, που γέννησε το πανεπιστήμιο, δηλαδή του έρωτα για τη σκέψη και τη γνώση. Αυτή η αντικατάσταση όμως, δεν είναι απλώς προϊόν μιας μεταρρύθμισης, όσο ριζική κι αν είναι αυτή. Αντίθετα προϋποθέτει και συνεπάγεται ή μάλλον, είναι μέρος ενός συνολικού κοινωνικού μετασχηματισμού.
Στο βαθμό λοιπόν που παραμένουμε υπό συνθήκες καπιταλισμού και φιλελεύθερης ολιγαρχίας, στο βαθμό δηλαδή, που το πανεπιστήμιο συνεχίζει να υπάρχει, ως έχει, ως θεσμός αφιερωμένος στις πνευματικές δραστηριότητες (φιλοσοφία, επιστήμες, καλές τέχνες κλπ), πιστεύουμε, ότι θα πρέπει να επιδιωχθεί η επιστροφή στο πρωταρχικό πνεύμα, που ζωογόνησε την δημιουργία του ως θεσμού. Το πανεπιστήμιο πρέπει να κόψει κάθε σχέση με την οικονομία και να διατρανώσει την ανεξαρτησία του από κάθε παράγοντα, που δεν είναι σχετικός με τη σκέψη και τη γνώση, με την πνευματική δημιουργία γενικότερα.
Αυτό πρακτικά σημαίνει, ότι θα πρέπει να κατοχυρωθεί η πλήρης και ολοκληρωτική αποσύνδεση των πανεπιστημιακών πτυχίων από την αγορά εργασίας. Τα πτυχία δεν πρέπει να έχουν κανένα αντίκρισμα, όσον αφορά στην επαγγελματική αποκατάσταση των αποφοίτων. Όποιος επιλέγει να πάει στο πανεπιστήμιο, το επιλέγει, διότι έχει αποφασίσει να αφιερωθεί στην πνευματική δημιουργία. Αν ενδιαφέρεται απλώς να βρει μια δουλειά, τότε δεν έχει κανένα λόγο να έρθει στο πανεπιστήμιο. Για τον λόγο αυτό το κράτος οφείλει να διαχωρίσει ρητά τις πανεπιστημιακές σχολές, που είναι καθαρά «θεωρητικές» και που ασχολούνται με την έρευνα και τη γνώση (Φιλοσοφία, Φυσικές και Ανθρωπιστικές Επιστήμες, Πολιτική Οικονομία, Καλές Τέχνες κλπ) από τις σχολές, που προετοιμάζουν τους φοιτητές για μια εφαρμοσμένη ειδικότητα (Πολυτεχνείο, λογιστικές και χρηματοοικονομικές σχολές, ΤΕΙ). Οι σχολές της πρώτης κατηγορίας θα συνιστούν το πανεπιστήμιο, ενώ οι σχολές της δεύτερης κατηγορίας θα περάσουν στην κατηγορία των «επαγγελματικών ή τεχνικών σχολών». Όπως στον Μεσαίωνα, όπου κάθε επάγγελμα είχε τη δική του συντεχνία. Είναι φυσικά αυτονόητο, ότι το κράτος οφείλει να χρηματοδοτεί τις σχολές και των δύο τύπων, ούτως ώστε να παρέχει στον καθένα την ευκαιρία να ακολουθήσει τον δρόμο, που επιθυμεί, δίχως να εξαναγκάζεται από την οικονομική του κατάσταση.
Ταυτόχρονα θα πρέπει να επιδιωχθεί ένας εκδημοκρατισμός του πανεπιστημίου, ούτως ώστε να μειωθούν στο ελάχιστο οι ολιγαρχικές δομές του. Πρέπει να καταργηθεί κάθε ιεραρχική σχέση, τόσο στο θεσμικό, όσο και στο πνευματικό επίπεδο. Τα πόστα των πρυτάνεων και των κοσμητόρων θα αντικατασταθούν από κληρωτά και ανά πάσα στιγμή ανακλητά αξιώματα, τα οποία θα βρίσκονται υπό τον διαρκή έλεγχο της γενικής συνέλευσης της πανεπιστημιακής κοινότητας (φοιτητών και καθηγητών). Η γενική συνέλευση, η οποία θα λειτουργεί δημοκρατικά, θα είναι το όργανο, που θα λαμβάνει όλες τις αποφάσεις. Η εξουσία δε θα βρίσκεται στα χέρια των καθηγητών και των κομματικών γραφειοκρατιών των φοιτητών, αλλά στη γενική συνέλευση, η οποία θα έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο για κάθε ζήτημα: από τα πρακτικά και διαδικαστικά, μέχρι τα ζητήματα ουσίας.
Πρέπει όμως να καταργηθούν και οι σχέσεις αυθεντίας μεταξύ καθηγητών και φοιτητών. Το πανεπιστήμιο οφείλει να είναι ένας χώρος ανοιχτής συζήτησης και διαλόγου, ένας χώρος, που θα προάγει τη σκέψη και την πρωτοτυπία και όχι ένα μαυσωλείο υποταγμένο στη λατρεία της παράδοσης και στην καθηγητική αυθεντία. Το ιεραρχικό και διδακτικό πνεύμα πρέπει να αντικατασταθεί από ένα πνεύμα ισότητας και συνεργατικότητας. Οι εξετάσεις πρέπει να αντικατασταθούν από ελεύθερα επιλεγόμενες, ως προς το θέμα και τον προσανατολισμό τους εργασίες, οι οποίες θα ωθούν τη δημιουργικότητα και την πρωτοτυπία του φοιτητή.
Αυτό το σημείο έχει ιδιαίτερη σημασία για την ελληνική περίπτωση. Πρέπει να χτυπηθούν τα καθηγητικά lobbies, που απορρίπτουν άξιους και ριζοσπαστικά σκεπτόμενους καθηγητές για προσωπικούς και μικροκομματικούς λόγους και τα οποία επιβάλλουν την ιδεολογική κυριαρχία τους -στην Ελλάδα οι επικρατούσες τάσεις είναι δύο: η ελληνορθόδοξη εθνικιστική και η εγελομαρξιστική. Πρέπει επίσης να χτυπηθούν οι δεινόσαυροι καθηγητές, οι οποίοι, παρά τη συνταξιοδότησή τους, συνεχίζουν να ελέγχουν πνευματικά- το πανεπιστήμιο, μέσω των αρτηριοσκληρωτικών συγγραμμάτων και των διαδόχων τους. Πρέπει να ξεκαθαρίσει το πανεπιστήμιο από τα δίκτυα πελατειακών σχέσεων, από το αλισβερίσι μεταξύ καθηγητών και φοιτητικών παρατάξεων (η ΔΑΠ πρωταγωνιστεί σε αυτά τα όργια), από τους επαγγελματίες γλείφτες και τους παρατρεχάμενους των μεγαλοκαθηγητών και των lobbies τους.
Ειδικά για την ελληνική περίπτωση πάλι, πρέπει να απαιτήσουμε, όχι απλώς την αύξηση, αλλά τον πολλαπλασιασμό των δαπανών για την παιδεία, καθώς τα ελληνικά πανεπιστήμια πάσχουν, όχι μόνο από έλλειψη πρωτοτυπίας, αλλά και από έλλειψη υποδομών (βιβλιοθήκες, οργάνωση κλπ). Πρέπει να καταργηθούν οι στρατιωτικές δαπάνες και όλα τα σχετικά κονδύλια να πάνε προς την παιδεία. Ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας αυτή η πρόταση έχει τεράστια σημασία, καθώς χτυπά τους εθνικιστές και τους στρατοκράτες, τόσο τους Έλληνες, όσο και τους Τούρκους, οι οποίοι ξοδεύουν κάθε χρόνο τεράστια ποσά στους πολεμικούς εξοπλισμούς, κάτι που φυσικά γίνεται με την ανοχή, τόσο της ελληνικής, όσο και της τουρκικής κοινωνίας. Όπως και να ‘χει το πράγμα πάντως, τόσο η κυβέρνηση, όσο και οι τραγκοειδείς εθνικόφρονες, είναι γελοίοι, όταν λένε, πως το κράτος δεν έχει λεφτά για την παιδεία: οι συνολικές στρατιωτικές δαπάνες του τρέχοντος έτους φτάνουν τα 22 δις. Ευρώ (βλ. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 16/7/2006). Σκεφτείτε πόσα λεφτά μαζεύονται αυτομάτως, αν καταργηθούν όλοι οι στρατιωτικοί εξοπλισμοί.
Δεν είναι τυχαίο φυσικά, που κανένας από τους αρχηγούς του ΚΚΕ ή των αριστεριστικών φοιτητικών ομάδων δεν ζήτησαν την κατάργηση των πολεμικών δαπανών: τόσο οι μεν με προεξάρχουσα την ακροδεξιά Λ. Κανέλλη-, όσο και οι δε είναι χυδαίοι εθνικιστές και ποτέ δε θα συναινούσαν στην κατάργηση, όχι μόνο των πολεμικών δαπανών, αλλά και του ίδιου του στρατού συνολικά. Διότι πάνω από τον διεθνισμό βάζουν τη «διαφύλαξη της εθνικής ακεραιότητας». Υπό αυτήν την έννοια είναι προς τιμήν του Συνασπισμού, που έθιξε το ζήτημα των πολεμικών δαπανών, παρά τα εθνικιστικά στοιχεία, που έχουν προσχωρήσει στις τάξεις του (βλ. τον ποδοσφαιρικό ανταποκριτή Γ. Χελάκη).
Είναι αυτονόητο, πως, ακόμη κι αν οι παραπάνω προτάσεις αναφέρονται στο πανεπιστήμιο, στον ανώτατο δηλαδή εκπαιδευτικό θεσμό μιας ολιγαρχικής κοινωνίας, όπως η σημερινή, προϋποθέτουν τελικά και συνεπάγονται μια βαθιά αλλαγή στον τρόπο, με τον οποίο σκέφτονται οι σύγχρονοι άνθρωποι. Η αποδέσμευση του πανεπιστημίου από την οικονομία και η καταξίωση της σκέψης και της γνώσης ως δραστηριοτήτων, που επιλέγονται χάριν του εαυτού τους και μόνο, είναι ιδέες αδιανόητες για τον σύγχρονο άνθρωπο. Διότι ο σύγχρονος άνθρωπος έχει εδώ και κάποιες δεκαετίες λησμονήσει το γεγονός, πως είναι ον δημιουργικό και πως ως εκ τούτου- οι απεριόριστες και ακαθόριστες δυνατότητές του δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να περιοριστούν στην ενασχόληση με τα ζητήματα της παραγωγής και της κατανάλωσης. Η κρίση του δυτικού πνεύματος συνίσταται ακριβώς στην απώθηση και στη συγκάλυψη της βαθιά δημιουργικής φύσης του ανθρώπου. Αυτή η συγκάλυψη όμως έχει επιτρέψει την ολοκληρωτική κυριαρχία μιας εκχυδαϊσμένης μορφής του καπιταλιστικού/μαρξιστικού φαντασιακού, η οποία προστάζει, ότι ο άνθρωπος είναι ένα εργαζόμενο ζώο, το οποίο ασχολείται μόνο με ζητήματα πρακτικής με την ευρεία έννοια- φύσεως.
Η αναγέννηση και ο εκδημοκρατισμός του πανεπιστημίου δεν μπορεί παρά να αποτελεί πτυχή μιας συνολικής δημιουργικής αναγέννησης του δυτικού ανθρώπου. Μια τέτοια αναγέννηση όμως, εδώ που έχουμε φτάσει, είναι αδιανόητη δίχως μια ανάλογου μεγέθους πολιτική ενεργοποίηση των κοινωνιών. Αν στην ιστορία τα μεγάλα πολιτικά κινήματα υπήρξαν πάντοτε κομμάτια ενός πολύ ευρύτερου δημιουργικού ρεύματος (καλλιτεχνικού, επιστημονικού, φιλοσοφικού κλπ), τότε η πρωτόγνωρη στειρότητα και απάθεια, που χαρακτηρίζει την εποχή μας, μπορεί να ξεπεραστεί μόνο διά της ανατροπής της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων και της εγκαθίδρυσης μιας αυτόνομης και δημοκρατικής κοινωνίας. Αυτό φυσικά σημαίνει, ότι το σύγχρονο φαντασιακό της εργασιομανίας, του καταναλωτισμού υλικών αγαθών και διασκεδάσεων- και των πάσης φύσεως lifestyles, οφείλει να αντικατασταθεί από ένα φαντασιακό, που θα αναγνωρίζει και θα υπερασπίζεται τη δημιουργική και συνάμα θνητή φύση του ανθρώπου. Πράγμα, που με τη σειρά του σημαίνει, πως οι θεσμοί και η ιδεολογία της ολιγαρχίας πρέπει να καταστραφούν. Μια αυτόνομη και δημιουργική κοινωνία είναι μια κοινωνία, η οποία κυβερνά η ίδια τον εαυτό της, μια κοινωνία συνεπώς δίχως κράτος, δίχως κόμματα και αντιπροσώπευση, δίχως ιεραρχία και γραφειοκρατίες· μια κοινωνία, που αναγνωρίζει την ισότητα όλων και η οποία παραδέχεται μόνο την εξουσία των δημοκρατικών οργάνων διακυβέρνησης. Μόνο μέσα σε μια τέτοια κοινωνία είναι δυνατή η απελευθέρωση της δημιουργικότητας των ανθρώπων, ουσιώδες κομμάτι της οποίας είναι και η επανανοηματοδότηση του θεσμού της εργασίας, μακριά από το δηλητήριο του καπιταλιστικού/μαρξιστικού φαντασιακού.
1.
Το ποσό ανεβαίνει ακόμα περισσότερο, αν συνυπολογίσουμε και τα έσοδα, που χάνει το κράτος κάθε χρόνο, λόγω της μη φορολόγησης της εκκλησιαστικής περιουσίας: για την τελευταία διετία αυτά τα έσοδα ανήλθαν στα 850 εκατομμύρια ευρώ. Έχουμε δημοσίως ζητήσει, ως ομάδα, την άμεση κατάργηση της εκκλησιαστικής ατέλειας και την συνακόλουθη φορολόγηση της εκκλησιαστικής περιουσίας (στο άρθρο μας Για τον διαχωρισμό Κράτους-Εκκλησίας, που δημοσιεύθηκε στην Ελευθεροτυπία, 28/3/2006, σ. 5).αυτονομία ή βαρβαρότητα
a_ou_b@yahoo.com[Το παρόν κείμενο είναι κομμάτι ενός ευρύτερου κειμένου, που βρίσκεται στην ηλεκτρονική διεύθυνση
http://www.edopolytexneio.org/mediawiki/index.php?title=Image:AouB.pdf]