априорный → εκ των προτέρων, αυταποδείκτως, προκύπτων αυταποδείκτως, υποθετικώς, συμπερασματικά, προκαταβολικά, προκαταβολικώς, από τα πριν, από πριν, προεμπειρικά, απριόρι, α πριόρι

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854548
    • Gender:Male
  • point d’amour
априорный → εκ των προτέρων, αυταποδείκτως, προκύπτων αυταποδείκτως, υποθετικώς, συμπερασματικά, προκαταβολικά, προκαταβολικώς, από τα πριν, από πριν, προεμπειρικά, απριόρι, α πριόρι

Arabic: مُسَلَّم بِه‎, لَا يُحْتَاجُ إِثْبَاتَة إِلَى تَجْرِبَة‎ ʾilā tajriba); Belarusian: апрыёрны; Chinese Mandarin: 先驗, 先验; Finnish: apriorinen, hypoteettinen; Greek: επαγωγικός, συμπερασματικός; Italian: a priori, teorico, preconcetto; Korean: 선험적인; Norwegian Bokmål: a priori; Polish: a priori, aprioryczny, apriorystyczny; Portuguese: a priori; Russian: априорный, доопытный, предположительный; Tagalog: matwiranin; Ukrainian: апріорний
« Last Edit: 03 Jun, 2022, 10:50:26 by spiros »


 

Search Tools