Sunday Morning
I
Complacencies of the peignoir, and late Coffee and oranges in a sunny chair, And the green freedom of a cockatoo Upon a rug mingle to dissipate The holy hush of ancient sacrifice. She dreams a little, and she feels the dark Encroachment of that old catastrophe, As a calm darkens among water-lights. The pungent oranges and bright, green wings Seem things in some procession of the dead, Winding across wide water, without sound. The day is like wide water, without sound, Stilled for the passing of her dreaming feet Over the seas, to silent Palestine, Dominion of the blood and sepulchre.
II
Why should she give her bounty to the dead? What is divinity if it can come Only in silent shadows and in dreams? Shall she not find in comforts of the sun, In pungent fruit and bright, green wings, or else In any balm or beauty of the earth, Things to be cherished like the thought of heaven? Divinity must live within herself: Passions of rain, or moods in falling snow; Grievings in loneliness, or unsubdued Elations when the forest blooms; gusty Emotions on wet roads on autumn nights; All pleasures and all pains, remembering The bough of summer and the winter branch. These are the measures destined for her soul.
III
Jove in the clouds had his inhuman birth. No mother suckled him, no sweet land gave Large-mannered motions to his mythy mind. He moved among us, as a muttering king, Magnificent, would move among his hinds, Until our blood, commingling, virginal, With heaven, brought such requital to desire The very hinds discerned it, in a star. Shall our blood fail? Or shall it come to be The blood of paradise? And shall the earth Seem all of paradise that we shall know? The sky will be much friendlier then than now, A part of labor and a part of pain, And next in glory to enduring love, Not this dividing and indifferent blue.
IV
She says, “I am content when wakened birds, Before they fly, test the reality Of misty fields, by their sweet questionings; But when the birds are gone, and their warm fields Return no more, where, then, is paradise?” There is not any haunt of prophecy, Nor any old chimera of the grave, Neither the golden underground, nor isle Melodious, where spirits gat them home, Nor visionary south, nor cloudy palm Remote on heaven’s hill, that has endured As April’s green endures; or will endure Like her remembrance of awakened birds, Or her desire for June and evening, tipped By the consummation of the swallow’s wings.
V
She says, “But in contentment I still feel The need of some imperishable bliss.” Death is the mother of beauty; hence from her, Alone, shall come fulfilment to our dreams And our desires. Although she strews the leaves Of sure obliteration on our paths, The path sick sorrow took, the many paths Where triumph rang its brassy phrase, or love Whispered a little out of tenderness, She makes the willow shiver in the sun For maidens who were wont to sit and gaze Upon the grass, relinquished to their feet. She causes boys to pile new plums and pears On disregarded plate. The maidens taste And stray impassioned in the littering leaves.
VI
Is there no change of death in paradise? Does ripe fruit never fall? Or do the boughs Hang always heavy in that perfect sky, Unchanging, yet so like our perishing earth, With rivers like our own that seek for seas They never find, the same receding shores That never touch with inarticulate pang? Why set the pear upon those river-banks Or spice the shores with odors of the plum? Alas, that they should wear our colors there, The silken weavings of our afternoons, And pick the strings of our insipid lutes! Death is the mother of beauty, mystical, Within whose burning bosom we devise Our earthly mothers waiting, sleeplessly.
VII
Supple and turbulent, a ring of men Shall chant in orgy on a summer morn Their boisterous devotion to the sun, Not as a god, but as a god might be, Naked among them, like a savage source. Their chant shall be a chant of paradise, Out of their blood, returning to the sky; And in their chant shall enter, voice by voice, The windy lake wherein their lord delights, The trees, like serafin, and echoing hills, That choir among themselves long afterward. They shall know well the heavenly fellowship Of men that perish and of summer morn. And whence they came and whither they shall go The dew upon their feet shall manifest.
VIII
She hears, upon that water without sound, A voice that cries, “The tomb in Palestine Is not the porch of spirits lingering. It is the grave of Jesus, where he lay.” We live in an old chaos of the sun, Or old dependency of day and night, Or island solitude, unsponsored, free, Of that wide water, inescapable. Deer walk upon our mountains, and the quail Whistle about us their spontaneous cries; Sweet berries ripen in the wilderness; And, in the isolation of the sky, At evening, casual flocks of pigeons make Ambiguous undulations as they sink, Downward to darkness, on extended wings.
| Κυριακή πρωί
Ι
Νωχέλεια του πενιουάρ, ραχάτικος καφές Και πορτοκάλια στη σαιζλόγκ Κι η πράσινη ανεξαρτησία ενός παπαγάλου Πάνω στο χαλί σμίγουν να διαλύσουν Την ιερή σιγή της αρχαίας θυσίας. Η γυναίκα ονειροπολεί και νιώθει τη σκοτεινή Επιρροή εκείνης της παλιάς τραγωδίας Σαν ίσκιους που μαυρίζουν γύρω από φωτεινά νερά. Τα ξύλινα πορτοκάλια και τα πράσινα, παρδαλά φτερά Μοιάζουν με πράγματα σε μια κηδεία Που περνάει αθόρυβα σε άπλετα νερά. Η μέρα είναι σα θάλασσα σιωπηλή, Μαρμαρωμένη, καθώς περνούν τα ονειροπόλα πόδια της Στο δρόμο για την πένθιμη Παλαιστίνη Επικράτεια του αίματος και του τάφου.
II
Γιατί να δώσει τα πλούτη της στους νεκρούς; Τι αξίζει η θεότητα που έρχεται μόνο Σε σιωπηλές σκιές και σε όνειρα; Δε θα βρει στη ζεστασιά του ήλιου Στα φρούτα τα ξινά και τα πράσινα παρδαλά φτερά Σε κάθε βάλσαμο ή ομορφιά της γης Κάτι που να λατρέψει σαν την ιδέα του Θεού; Η θεότητα πρέπει να ζει μέσα της: Πάθη της βροχής η αθυμία στο χιόνι που πέφτει, Θρήνοι μοναξιάς ή έξαλλες χαρές Μέσα στην άνθηση του δάσους, βίαια Αισθήματα σε βροχερούς δρόμους τις νύχτες Του φθινοπώρου, όλες οι χαρές και όλοι οι πόνοι Στη θύμηση των φύλλων του καλοκαιριού Και των γυμνών κλαδιών του χειμώνα Αυτά είναι τα καθορισμένα όρια της ψυχής της.
III
Ο Δίας μέσα στα σύννεφα δε βγήκε από ανθρώπινη κοιλιά. Μάνα δεν τον θήλασε, γλυκιά πατρίδα δεν έβαλε Έμπνευση μεγαλόπρεπη στο μυθικό του νου. Πέρασε ανάμεσά μας σαν άρχοντας με χαμηλή Φωνή, εξαίσιος μέσα στους αυλικούς του, Ώσπου το αίμα μας σε μια αγνή ένωση με τον Ουρανό, έφερε τέτοια ανταπόδοση στον πόθο μας Οι ίδιοι οι αυλικοί την ένιωσαν σ’ ένα αστέρι, θ ’ αποτύχει το αίμα μας; Ή θα γίνει αίμα του παραδείσου; Και θα μείνει η γη ο μόνος παράδεισος που ξέρουμε; Ο ουρανός θα είναι πιο φιλικός απ’ ό,τι είναι τώρα Ένα μέρος μόχθου κι ένα μέρος πόνου, Και δεύτερος σε δόξα απ ’ την καρτερική αγάπη, Όχι αυτό το διχασμένο κι αδιάφορο γαλάζιο.
IV
Λέει αυτή, «Τι χαρά μου δίνουν τα πουλιά το πρωί Πριν πετάξουν όταν με τα γλυκά τους ερωτήματα Ελέγχουν τη σταθερότητα των βροχερών τοπίων Αλλά όταν φύγουν τα πουλιά και τα θερμά τοπία τους Δεν επιστρέφουν, που είναι τότε ο παράδεισος;» Δεν υπάρχει χώρος προφητείας Ούτε αρχαία χίμαιρα του τάφου, Ούτε υπόγειος ουρανός, ούτε νησί Μελωδίας όπου τα υποδέχονται πνεύματα, Ούτε φασματικός νότος, ούτε νεφελώδης φοίνικας Απόμακρος σε ουράνιο λόφο, που να διήρκεσε Όσο το πράσινο του Απρίλη, η που θα διαρκέσει Όπως η θύμηση της από ξυπνήματα πουλιών Είτε ο πόθος της για Ιούνιο και δειλινό που Ταράζει το ερωτικό φτερούγισμα της χελιδόνας.
V
Λέει αυτή, «και στη χαρά ακόμη, νιώθω Την ανάγκη μιας άφθαρτης ευτυχίας». Ο θάνατος είναι ο πλάστης της ομορφιάς, άρα Απ' αυτόν μόνο θα γίνει η εκπλήρωση των πόθων Και των ονείρων μας. Αν και σκορπίζει τα φύλλα Σίγουρης καταστροφής στο πέρασμά μας, Το δρόμο που η άρρωστη οδύνη πήρε, Τους πολλούς δρόμους όπου ο θρίαμβος έκρουσε Τον αναιδή του ήχο, ή ο έρωτας ψιθύρισε Λόγια τρυφερά, κάνει τη λεύκα να τρέμει Στη λιακάδα για χάρη κοριτσιών που είχαν Συνήθεια να κάθονται να βλέπουν το γρασίδι, Παραδομένο εκεί στα πόδια τους. Κάνει Τ' αγόρια να στοιβάζουν σε πήλινα πιάτα Φρέσκα δαμάσκηνα κι αχλάδια. Τα κορίτσια τα γεύονται Κι ερωτευμένα αφήνονται πάνω στα χαλιά των φύλλων.
VI
Δεν υπάρχει κρούσμα θανάτου στον παράδεισο; Ώριμα φρούτα δεν πέφτουν εκεί; Ή μήπως τα κλαδιά Γεμάτα καρπό κρέμονται αιώνια σ’ αυτό τον τέλειο, Τον αναλλοίωτο ουρανό, μα τόσο όμοιο με την Προσωρινή μας γη, με ποταμούς σαν τους δικούς μας Που ψάχνουν θάλασσες χωρίς ποτέ να τις βρίσκουν Κι απόμακρους γιαλούς που αφήνουν άδεια την ψυχή; Γιατί να φυτέψουμε αχλάδια σ’ αυτές τις όχθες Ή να γλυκάνουμε τους γιαλούς με αρώματα δαμάσκηνου; Αλίμονο αν φορούν χρώματα σαν τα δικά μας εκεί, Τα απαλά υφαντά των απογευμάτων μας Και παίζουν τ ’ ανιαρά μας φλάουτα! Ο θάνατος, ο μυστικός, είναι ο πλάστης της ομορφιάς. Στο φλογερό του στήθος, φανταζόμαστε Τις γήινες μητέρες που περιμένουν, άγρυπνες.
VII
Πονηρό κι απειθάρχητο, ένα πλήθος ανθρώπων Θα ψάλλει, σε όργιο, ένα πρωινό καλοκαιριού Την ταραχώδη πίστη του στον ήλιο, Όχι ως θεό, αλλά ως πιθανότητα θεού, Γυμνού ανάμεσά μας σα μια άγρια πηγή. Το άσμα τους θα είναι άσμα του παραδείσου Που βγαίνει απ ’ το αίμα τους, κι επιστρέφει στον ουρανό. Και μέσα στο άσμα τους θα εισδύσουν διάφορες φωνές, Η ανεμόδαρτη λίμνη όπου ο θεός τους ευφραίνεται, Τα δέντρα, σαν τα σεραφείμ, και η ηχώ των λόφων, Με χορωδίες που θ’ αντηχούν για πολύ έπειτα, θα γνωρίσουν καλά την ουράνια αδελφότητα Ανθρώπων που πεθαίνουν και των πρωινών του θέρους, Κι από πού ήρθαν και για πού διαβαίνουν Η δροσιά πάνω στα πόδια τους θα το δείξει.
VIII
Ακούει η γυναίκα πάνω στα ήρεμα νερά Μια φωνή που λέει: «Το μνήμα στην Παλαιστίνη Δεν είναι στοά αργόσχολων πνευμάτων Αλλά ο τάφος του Ιησού, εκεί που έγειρε». Ζούμε σ’ ένα αρχαίο χάος ηλιακό, Ή μια παλιά αποικία της μέρας και της νύχτας, Ή μοναξιά νησιού, μοιραίου μοναχικού Πλανώμενου σε απέραντα νερά. Ελάφια τρέχουν στα βουνά μας, και οι κάργιες Σφυρίζουν γύρω μας με αυθόρμητες κραυγές, Γλυκά βατόμουρα ωριμάζουν στις πλαγιές, Και στ ’ ουρανού την ερημιά Το βράδυ, αδέσποτα σμήνη περιστεριών Παράξενα αιωρούνται καθώς βυθίζονται Στο σκοτάδι με διάπλατα φτερά.
|