ΛΝΕΓ
άκανθος (η) ΑΡΧΑΙΟΛ. η γλυπτή διακόσμηση τού κορινθιακού κιονόκρανου, που μιμείται το φύλλωμα τού ομώνυμου φυτού ΣΥΝ. άκανθα.
άκανθος (ο) ποώδες φυτό με πλατιά, συνήθ. αγκαθωτά φύλλα και άνθη σε στάχυς, που καλλιεργείται ως διακοσμητικό για το φύλλωμα του. [ΕΤYΜ. < μτγν. άκανθος (ο) < αρχ. άκανθα (βλ.λ.)].
ΛΚΝ
άκανθος η : (αρχιτ.) γλυπτή διακόσμηση του κορινθιακού κιονοκράνου• άκανθα: O κάλαθος του κιονοκράνου κοσμείται με φύλλα ακάνθου. [λόγ. < ελνστ. ἄκανθος ἡ, αρχ. ἄκανθος ὁ αγκαθωτό φυτό που το μιμούνταν στο κιονόκρανο]