αάατον κάρτος | ἀάατον κάρτος | ανίκητη δύναμη, ακαταμάχητη δύναμη |
άβιος βίος | ἄβιος βίος | ανυπόφορος βίος, αφόρητη ζωή |
αγαθή μοίρα | ἀγαθὴ μοῖρα | κατά καλή τύχη |
άγγελος κακών επών | ἄγγελος κακῶν ἐπῶν | μαντατοφόρος κακών ειδήσεων |
άγομαι και φέρομαι | ἄγομαι καὶ φέρομαι | παρασύρομαι, καθοδηγούμαι, είμαι έρμαιο άλλου, είμαι αναποφάσιστος, με κάνουν ό,τι θέλουν |
άγω εις πέρας | ἄγω εἰς πέρας | περατώνω, τελειώνω |
άγω και φέρω | ἄγω καὶ φέρω | λεηλατώ και αποκομίζω, ληστεύω, αρπάζω |
αδήριτος ανάγκη | ἀδήριτος ἀνάγκη | επιτακτική ανάγκη |
άεθλον μήλον | ἄεθλον μῆλον | το μήλον της έριδος, το αντικείμενο της φιλονικίας |
αεί τα πέρυσι βελτίω | ἀεὶ τὰ πέρυσι βελτίω | κάθε πέρσι και καλύτερα |
αέρα δέρεις | ἀέρα δέρεις | γδέρνεις, χτυπάς τον αέρα, κοπανάς τον αέρα, κοπιάζεις άδικα |
άθλα αρετής | ἆθλα ἀρετῆς | έπαθλα αρετής, βραβεία αρετής |
αι Ιβύκου γέρανοι | αἱ Ἰβύκου γέρανοι | οι γερανοί του Ιβύκου, τίποτε δε μένει κρυφό και το κακό τιμωρείται |
αιδήμων σιγή | αἰδήμων σιγή | ένοχη σιωπή, σιωπή ενοχής |
αιχμή του δόρατος | αἰχμὴ τοῦ δόρατος | το οξύ άκρο του δόρατος, το πιο δυνατό σημείο, το ισχυρότερο πλεονέκτημα |
ακίχητα διώκεις | ἀκίχητα διώκεις | επιδιώκεις τα ακατόρθωτα |
ακμή ήβης | ἀκμὴ ἥβης | το άνθος της νεότητας |
άκουσον άκουσον | ἄκουσον ἄκουσον | άκουσε, κόσμε, τι θράσος |
ακούω τα εξ αμάξης | ἀκούω τα ἐξ ἁμάξης | δέχομαι σφοδρή κριτική, επιπλήξεις ή βρισιές |
άκρον άωτον | ἄκρον ἄωτον | το υπέρτατο σημείο ή όριο, το αποκορύφωμα, το άριστο |
αληθώς ειπείν | ἀληθῶς εἰπεῖν | για να μιλήσω αληθινά, για να πούμε την αλήθεια |
αλήστου μνήμης | ἀλήστου μνήμης | αλησμόνητος, κακόφημος |
άλλως πως | ἄλλως πώς | κάπως αλλιώς |
αμ' έπος, αμ' έργον | ἄμ' ἔπος, ἄμ' ἔργον | με το λόγο και η πράξη, το ‘πε και το ‘κανε, αμέσως, πάραυτα |
αμ' ηλίω ανέχοντι | ἄμ' ἡλίῳ ἀνέχοντι | με την ανατολή του ήλιου |
άμα τω ήρι | ἅμα τῷ ἦρι | με τον ερχομό της άνοιξης |
Αμαλθείας κέρας | Ἀμαλθείας κέρας | το κέρατο της αίγας Αμάλθειας, το σύμβολο της αφθονίας, η αφθονία αγαθών |
αμελητέα ποσότης | ἀμελητέα ποσότης | ασήμαντη ποσότητα, ασήμαντος αντίπαλος, ασήμαντο θέμα |
άμμον μετρείς | ἄμμον μετρεῖς | μετράς τους κόκκους της άμμου, επιχειρείς πράγμα αδύνατο και μάταιο |
άμοιρος ευθυνών | ἄμοιρος εὐθυνῶν | αμέτοχος στις ευθύνες |
άμοχθος ουδείς | ἄμοχθος οὐδείς | κανένας δεν είναι χωρίς βάσανα |
αμυστί πίνω | ἀμυστὶ πίνω | πίνω μονορούφι |
αν θεός εθέλη | ἂν θεὸς ἐθέλη | αν το θέλει ο θεός |
ανά κράτος | ἀνὰ κράτος | με όλη τη δύναμη, διά της βίας, με έφοδο, ολοσχερώς |
ανάγυρον κινείς | ἀνάγυρον κινεῖς | τη βρομολυγαριά κουνάς, ανακινείς το θέμα, το ξαναφέρνεις στην επιφάνεια |
ανακρούομαι πρύμναν, ανακρούομαι επί πρύμναν | ἀνακρούομαι πρύμναν, ἀνακρούομαι ἐπὶ πρύμναν | υποχωρώ πλέοντας με την πρύμνη, στρίβω και υποχωρώ, οπισθοχωρώ, αλλάζω γνώμη, «τα στρίβω» |
ανακρούω πρύμναν | ἀνακρούω πρύμναν | υποχωρώ, αλλάζω τακτική |
άναξ ανάκτων | ἄναξ ἀνάκτων | ο βασιλιάς των βασιλέων, ο Δίας |
αναξέω πληγάς | ἀναξέω πληγάς | ξαναξύνω πληγές, υποδαυλίζω έχθρες και πάθη |
αναρρίπτω τον κύβον | ἀναρρίπτω τὸν κύβον | ρίχνω το ζάρι, παίρνω απόφαση |
ανέγνων, έγνων, κατέγνων | ἀνέγνων, ἔγνων, κατέγνων | διάβασα, κατανόησα, καταδίκασα, διάβασα, κατενόησα απολύτως, απέρριψα |
ανειμένον ύφος | ἀνειμένον ὕφος | ύφος ανεπιτήδευτο, ανέμελο και φυσικό ύφος |
ανειμένως διαιτώμαι | ἀνειμένως διαιτῶμαι | ζω άνετα, ζω χωρίς περιορισμούς |
άνεμον διώκεις | ἄνεμον διώκεις | καταδιώκεις τον άνεμο, κυνηγάς τον αέρα, επιχειρείς πράγμα αδύνατο κι ανόητο |
ανερρίφθω κύβος | ἀνερρίφθω κύβος | ας ριχτεί ο κύβος, ας παρθεί απόφαση |
άνες λόγον | ἄνες λόγον | μίλα πιο σιγά |
ανήκεστα κακά, ανήκεστα δεινά | ἀνήκεστα κακά, ἀνήκεστα δεινά | αθεράπευτες συμφορές |
ανήκεστος βλάβη | ἀνήκεστος βλάβη | αθεράπευτη βλάβη |
ανήνυτον έργον | ἀνήνυτον ἔργον | έργο που δεν έχει τελειωμό (ο ιστός της Πηνελόπης) |
ανθρώπινον το πλανάσθαι | ἀνθρώπινον τὸ πλανᾶσθαι | είναι ανθρώπινο το να κάνουμε λάθη |
άνθρωπος φύσει ζώον πολιτικόν | ἄνθρωπος φύσει ζῶον πολιτικόν | ο άνθρωπος από τη φύση του είναι κοινωνική ύπαρξη |
άνθρωπος φύσει του ειδέναι ορέγεται | ἄνθρωπος φύσει τοῦ εἰδέναι ὀρέγεται | ο άνθρωπος από τη φύση του έχει διάθεση να μαθαίνει |
ανίκμοις ποσί | ἀνίκμοις ποσί | με στεγνά πόδια, χωρίς ζημιά ή κόπο |
ανόνητα έπη | ἀνόνητα ἔπη | ανώφελα λόγια |
αντίπαλον δέος | ἀντίπαλον δέος | ισόπαλος φόβος, φόβος προερχόμενος από την ισορροπία δυνάμεων των αντιπάλων, φόβος από ισοδύναμο αντίπαλο ή ανταγωνιστή, αμοιβαίος φόβος, ισορροπία που προέρχεται από αμοιβαίο φόβο ή από αμοιβαία ισχύ («φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη») |
άνω ποταμών | ἄνω ποταμῶν | τα νερά των ποταμών ρέουν ανάποδα, προς τα πίσω (για όσους πράττουν τα αντίθετα από τη λογική και τη φυσική τάξη), είναι εξωφρενικό, είναι παράλογο |
άξιον εστί | ἄξιον ἐστί | αξίζει |
άξιος θανείν | ἄξιος θανεῖν | άξιος θανάτου |
άξιος λόγου | ἄξιος λόγου | αξιόλογος |
άξιος τριχός | ἄξιος τριχός | άξιος όσο μία τρίχα, ασήμαντος, τιποτένιος |
άπαγε απ' εμού | ἄπαγε ἀπ' ἐμοῦ | φύγε από κοντά μου, μακριά από μένα |
απαθής κακών | ἀπαθὴς κακῶν | αυτός που δεν έχει πάθει συμφορές |
άπαξ διά παντός | ἅπαξ διὰ παντός | μια για πάντα, οριστικά |
απεμπολώ ψυχήν | ἀπεμπολῶ ψυχήν | πουλώ την ψυχή μου ή τη ζωή μου |
απέχω παρασάγγας | ἀπέχω παρασάγγας | απέχω πάρα πολύ |
άπλετον φως | ἄπλετον φῶς | άφθονο φως |
απλώ λόγω | ἁπλῷ, ἁπλῶ λόγῳ | με ένα λόγο, με απλά λόγια |
απλώς ειπείν | ἁπλῶς εἰπεῖν | για να μιλήσω γενικά |
από γλώσσης λέγω | ἀπὸ γλώσσης λέγω | μιλώ από στήθους, μιλώ από μνήμης |
από περιωπής | ἀπὸ περιωπῆς | από ψηλά, από πλεονεκτική θέση, υψηλή κοινωνική θέση, με κύρος |
από του αυτομάτου | ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου | αυτόματα, αυθόρμητα, φυσικά, ακούσια |
από του παραχρήμα | ἀπὸ τοῦ παραχρήμα | αμέσως, την ίδια στιγμή |
από του προφανούς | ἀπὸ τοῦ προφανοῦς | φανερά, απροκάλυπτα |
από των υπαρχόντων | ἀπὸ τῶν ὑπαρχόντων | από τα υπάρχοντα μέσα, με τα διαθέσιμα μέσα, κατά το δυνατόν |
αποβαίνω καλώς | ἀποβαίνω καλῶς | έχω καλή έκβαση |
αποβαίνω κακώς | ἀποβαίνω κακῶς | έχω κακή έκβαση |
απορώ κι εξίσταμαι | ἀπορῶ κι ἐξίσταμαι | τα έχω χάσει εντελώς, σαστίζω, εκπλήσσομαι, δεν καταλαβαίνω την αιτία ή τη σκοπιμότητα ενός γεγονότος ή μιας πράξης |
αποφράς ημέρα, αποφράδες ημέραι | ἀποφρὰς ἡμέρα, ἀποφράδες ἡμέραι | ημέρα δυσοίωνη, ημέρα καταραμένη (ημέρα κατά την οποία στην αρχαία Αθήνα δε γίνονταν θυσίες και δε λειτουργούσαν τα δικαστήρια κι οι δημόσιες υπηρεσίες) |
αποφώλιον τέρας | ἀποφώλιον τέρας | τρομερός, τερατώδης, απαίσιος άνθρωπος |
άρρητ' αρρήτων | ἄρρητ' ἀρρήτων | τα πιο τρομερά πράγματα, τα πιο ακατανόμαστα πράγματα |
άρτι αφιχθείς | ἄρτι ἀφιχθείς | αυτός που έφτασε μόλις πριν από λίγο |
αρχαί ωδινών | ἀρχαὶ ωδινῶν | αρχές μεγάλων δυσκολιών ή συμφορών |
αρχής γενομένης | ἀρχῆς γενομένης | με αρχή από, ξεκινώντας από |
ασκός του Αιόλου | ἀσκὸς τοῦ Αἰόλου | το ασκί του Αιόλου, το ασκί των ανέμων, η αφετηρία των συμφορών |
άσπονδος φίλος | ἄσπονδος φίλος | ασυμφιλίωτος φίλος, άνθρωπος που προσποιείται το φίλο, ενώ είναι εχθρός |
αστέρας τοξεύεις | ἀστέρας τοξεύεις | τοξεύεις τ' άστρα, ματαιοπονείς |
αττικός μάρτυς | ἀττικὸς μάρτυς | αξιόπιστος μάρτυρας |
αυθωρεί και παραχρήμα | αὐθωρεὶ καὶ παραχρήμα | αμέσως, πάραυτα |
αφ' εαυτού | ἀφ' ἑαυτοῦ | από τον ίδιο του τον εαυτό, εκ φύσεως, από φυσικού του |
αφορμή βίου | ἀφορμὴ βίου | βάση ζωής, αφετηρία ή στήριγμα ζωής |
άχαρις χάρις | ἄχαρις χάρις | ανανταπόδοτη χάρη |
άχθος αρούρης | ἄχθος ἀρούρης | βάρος της γης, άνθρωπος τιποτένιος, άχρηστος |
αχίλλειος πτέρνα | ἀχίλλειος πτέρνα | φτέρνα του Αχιλλέα, το αδύνατο σημείο, το τρωτό σημείο |
άχρι κόρου | ἄχρι κόρου | μέχρι κορεσμού, μέχρι σκασμού |
βαίνει κατ' ευχήν | βαίνει κατ' εὐχήν | προχωρεί όπως θα ευχόταν, προχωρεί ευνοϊκά |
βαρέως φέρω | βαρέως φέρω | το παίρνω βαριά, δεν μπορώ να ξεπεράσω κάτι, δυσανασχετώ, υποφέρω πολύ, αγανακτώ, στενοχωριέμαι |
βέργαιον διήγημα | βέργαιον διήγημα | διήγηση από τη Βέργη, μέγα ψέμα |
βίος αβίωτος | βίος ἀβίωτος | αφόρητος βίος, ανυπόφορη ζωή |
βόεια ρήματα | βόεια ρήματα | παχιά λόγια, κομπασμοί, καυχησιολογίες |
βώλος άρουραν | βῶλος ἄρουραν | σβώλος γης απέναντι στη γη, μικρός απέναντι σε τρανό, ασήμαντος μπροστά σε σημαντικό |
γαία πυρί μιχθήτω | γαῖα πυρὶ μιχθήτω | ας ανακατευτεί η γη με τη φωτιά, ας καεί ο κόσμος, φωτιά και στάχτη να γίνουν όλα, αδιαφορώ για όλα, δε με νοιάζει τίποτε απολύτως |
γενέθλιος ημέρα | γενέθλιος ἡμέρα | η ημέρα της γέννησης, τα γενέθλια |
γη και ύδωρ | γῆ καὶ ὕδωρ | υποταγή χωρίς αντίσταση |
γηράσκω αεί διδασκόμενος | γηράσκω ἀεὶ διδασκόμενος | γερνώ μαθαίνοντας διαρκώς |
γλαυκ' εις Αθήνας | γλαύκ' εἰς Ἀθήνας | κουκουβάγια στην Αθήνα, πράγμα πολύ συνηθισμένο και κοινό (αφού η Αθήνα ήταν γεμάτη κουκουβάγιες), κάτι μας είπες τώρα |
γλώσσα λανθάνουσα ταληθή λέγει | γλῶσσα λανθάνουσα ταληθὴ λέγει | γλώσσα που κάνει λάθος από βιασύνη ή από παραδρομή λέει την αλήθεια, το λάθος στην ομιλία φανερώνει την αλήθεια και την πραγματική σκέψη ή επιθυμία του ομιλητή |
γλώτταν ίσχε | γλῶτταν ἴσχε | να συγκρατείς τη γλώσσα σου, βάλε φρένο στη γλώσσα σου |
γνάθου δουλεία | γνάθου δουλεία | υποδούλωση στο φαγητό |
γνώθι σαυτόν | γνῶθι σαυτόν | γνώρισε τον εαυτό σου, να έχεις αυτογνωσία |
γόρδιος δεσμός | γόρδιος δεσμός | άλυτος κόμπος, κόμπος χωρίς αρχή και τέλος, άλυτο πρόβλημα (που μόνο βίαια μπορεί να λυθεί) |
δακρύων λιβάδες | δακρύων λιβάδες | χείμαρροι δακρύων |
δαμόκλειος σπάθη | δαμόκλειος σπάθη | το σπαθί του Δαμοκλέους, κίνδυνος που κρέμεται πάνω από το κεφάλι μας διαρκώς |
δέδοκται τη βουλή | δέδοκται τὴ βουλή | αποφάσισε η βουλή, εγκρίθηκε από τη βουλή |
δει χρημάτων | δεῖ χρημάτων | υπάρχει ανάγκη χρημάτων |
δειπνώ ταλλότρια | δειπνῶ ταλλότρια | τρώγω τα ξένα, είμαι παράσιτος |
Δήλιον πρόβλημα | Δήλιον πρόβλημα | άλυτο πρόβλημα |
διά βίου | διὰ βίου | σε όλη τη ζωή |
διά βραχέων, διά βραχέων λόγων | διὰ βραχέων, διὰ βραχέων λόγων | με λίγα λόγια, σύντομα |
διά παν ενδεχόμενον | διὰ πᾶν ἐνδεχόμενον | για κάθε ενδεχόμενο, για κάθε περίπτωση, για καλό και για κακό |
διά παντός, διά παντός χρόνου | διὰ παντός, διὰ παντὸς χρόνου | συνεχώς, πάντοτε, διαρκώς |
διά πυρός και σιδήρου | διὰ πυρὸς καὶ σιδήρου | με φωτιά και μαχαίρι, με σκληρό και βίαιο τρόπο |
διά χειρός | διὰ χειρός | με το χέρι |
διάγω τον βίον | διάγω τὸν βίον | περνώ τη ζωή μου |
διαίρει και βασίλευε | διαίρει καὶ βασίλευε | να διαιρείς τους αντιπάλους σου, για να κυβερνάς |
δίκην δίδωμι | δίκην δίδωμι | τιμωρούμαι |
δίκην λαμβάνω | δίκην λαμβάνω | τιμωρώ |
δούναι και λαβείν | δοῦναι καὶ λαβεῖν | δοσοληψία, οικονομική συναλλαγή |
δούρειος ίππος | δούρειος ἵππος | ξύλινο άλογο, μέσο εξαπάτησης, παγίδα, παραπλανητική προσφορά |
δρακόντεια μέτρα | δρακόντεια μέτρα | αυστηρά μέτρα, σκληροί νόμοι |
δρακόντειος νόμος | δρακόντειος νόμος | πολύ σκληρός νόμος |
δράξασθε παιδείας | δράξασθε παιδείας | πιάστε σφιχτά με το χέρι την παιδεία, ασχοληθείτε βαθιά με την παιδεία |
δράττομαι της ευκαιρίας | δράττομαι τῆς εὐκαιρίας | επωφελούμαι από την ευκαιρία, εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία |
δυοίν θάτερον | δυοὶν θάτερον | το ένα από τα δύο |
δώρα άδωρα | δῶρα ἄδωρα | άχρηστα δώρα, ανώφελα δώρα |
εδιζησάμην εμαυτόν | ἐδιζησάμην ἐμαυτόν | ερεύνησα βαθιά τον εαυτό μου |
έδοξε τη βουλή και τω δήμω | ἔδοξε τὴ βουλὴ καὶ τῷ δήμῳ | αποφάσισαν οι βουλευτές κι ο λαός |
ει δυνατόν | εἰ δυνατόν | αν είναι δυνατόν, αν γίνεται |
είδωλα καμόντων | εἴδωλα καμόντων | σκιές νεκρών |
εική και ως έτυχε | εἰκῇ καὶ ὡς ἔτυχε | χωρίς σκοπό ή σχέδιο και στην τύχη, άσκοπα και τυχαία |
ειμαρμένη | εἱμαρμένη | η μοίρα |
ειμί εν πασσάλοις | εἰμὶ ἐν πασσάλοις | είμαι στα ξύλινα καρφιά, είμαι κρεμασμένος στον τοίχο, είμαι άχρηστος |
είπερ ποτέ και άλλοτε | εἶπερ ποτὲ καὶ ἄλλοτε | περισσότερο από κάθε άλλη φορά |
ειρήσθω εν παρόδω | εἰρήσθω ἐν παρόδῳ | για να λεχθεί κάτι παρθενικά, στη ροή του λόγου |
εις το ακέραιον, εις ακέραιον | εἰς τὸ ἀκέραιον, εἰς ἀκέραιον | εντελώς, πλήρως |
εις αέρα λαλείς | εἰς ἀέρα λαλεῖς | μιλάς στον αέρα, χάνεις τον κόπο σου |
εις άτοπον απαγωγή | εἰς ἄτοπον ἀπαγωγή | λογική μέθοδος που οδηγεί στο αδύνατο, στο λανθασμένο και έτσι βεβαιώνεται η αλήθεια της αντίθετης πρότασης |
εις όνυχα | εἰς ὄνυχα | στο νύχι, στην εντέλεια, με ακρίβεια, με τελειότητα |
εις ουδείς | εἰς οὐδείς | ένας ίσον κανένας |
εις το δέον | εἰς τὸ δέον | στο πρέπον, σε ώρα μεγάλης ανάγκης (για απόρρητη δαπάνη, για μυστικό κονδύλι) |
εις το διηνεκές | εἰς τὸ διηνεκές | αιωνίως, για πάντα |
εις το παρήκον του χρόνου | εἰς τὸ παρῆκον τοῦ χρόνου | μέχρι τον παρόντα χρόνο, μέχρι τώρα |
εις τον Καιάδα | εἰς τὸν Καιάδα | στον Καιάδα, στον αφανισμό |
εις φρονών μυρίων μη φρονούντων κρείττων εστί | εἰς φρονῶν μυρίων μὴ φρονούντων κρείττων ἐστί | ένας που είναι συνετός είναι ανώτερος από αμέτρητους που δεν είναι |
εις ώτα μη ακουόντων | εἰς ὦτα μὴ ἀκουόντων | σε αφτιά ανθρώπων που δεν ακούν |
εισάγω καινά δαιμόνια | εἰσάγω καινὰ δαιμόνια | διαδίδω ριζοσπαστικές ιδέες |
εκ διαμέτρου | ἐκ διαμέτρου | καθ' ολοκληρίαν, εντελώς |
εκ παιδός | ἐκ παιδός | από την παιδική ηλικία |
εκ περιτροπής | ἐκ περιτροπῆς | διαδοχικά, σ' επαναλαμβανόμενη σειρά |
εκ περιωπής | ἐκ περιωπῆς | από πλεονεκτική θέση |
εκ προοιμίου | ἐκ προοιμίου | από την αρχή |
εκ του μη όντως | ἐκ τοῦ μὴ ὄντως | από το μηδέν, από το τίποτε, χωρίς λόγο |
εκ του προφανούς | ἐκ τοῦ προφανοῦς | φανερά, απροκάλυπτα, προφανώς |
εκ των ενόντων | ἐκ τῶν ἐνόντων | με τα υπάρχοντα μέσα, πρόχειρα, όσο είναι δυνατόν, κατά το δυνατόν |
εκ των ων ουκ άνευ | ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ | προϋπόθεση, απαραίτητος όρος αναντικατάστατος, προϋπόθεση χωρίς την οποία δεν μπορεί να γίνει κάτι |
εκάς οι βέβηλοι | ἐκὰς οἱ βέβηλοι | μακριά οι ασεβείς, μακριά οι αμύητοι |
έκαστος εφ' ω ετάχθη | ἕκαστος ἐφ' ὦ ἐτάχθη | ο καθένας για εκείνο που τάχθηκε, καθένας γι' αυτό που είναι προετοιμασμένος |
ελαφρά τη καρδία | ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ | χωρίς βάρος συνείδησης, χωρίς επίγνωση των συνεπειών, με ελαφρότητα, επιπόλαια |
ελεύθερον το εύψυχον | ἐλεύθερον τὸ εὔψυχον | η ελευθερία στηρίζεται και προέρχεται από τη γενναιότητα |
ελήλυθεν η ώρα | ἐλήλυθεν ἡ ὥρα | έχει έλθει η ώρα |
εν ακαρεί χρόνου | ἕν ἀκαρεὶ χρόνου | σε μια στιγμή, στη στιγμή, ακαριαία |
εν δέοντι, εν δέοντι καιρώ | ἐν δέοντι, ἐν δέοντι καιρῷ | σε κατάλληλο χρόνο |
εν καιρώ | ἐν καιρῷ | σε κατάλληλο χρόνο |
εν ολίγοις | ἐν ὀλίγοις | με λίγα λόγια |
εν πλω | ἐν πλῷ | σε ταξίδι, ενώ ταξιδεύει το πλοίο |
εν ριπή οφθαλμού | ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ | ακαριαία, στη στιγμή, αστραπιαία |
εν τη ρύμη του λόγου | ἐν τῇ ρύμῃ τοῦ λόγου | στη ροή του λόγου |
εν τω άμα | ἐν τῷ ἅμα | αμέσως, χωρίς καθυστέρηση |
εν τω γεννάσθαι | ἐν τῷ γεννᾶσθαι | κατά τη γέννηση |
εν τω γίγνεσθαι | ἐν τῷ γίγνεσθαι | κατά τη γένεση |
εν τω παραχρήμα | ἐν τῷ παραχρήμα | αμέσως, την ίδια στιγμή |
εν χρω | ἐν χρῷ | σύρριζα, στο δέρμα |
εν ψυχρώ | ἐν ψυχρῷ | χωρίς δισταγμό, χωρίς αφορμή, με ψυχρό αίμα, με ψυχραιμία |
ενεστώτος έτους | ἐνεστῶτος ἔτους | του έτους που διανύουμε |
ενθάδε κείται | ἐνθάδε κεῖται | εδώ κείτεται, εδώ είναι θαμμένος |
ενίκησε νίκην Καδμείαν | ἐνίκησε νίκην Καδμείαν | νίκησε με πλήρη πανωλεθρία των δυνάμεών του |
ενός κακού δοθέντος μύρια έπονται | ἑνὸς κακοῦ δοθέντος μύρια ἕπονται | αν ξεκινήσει μία συμφορά, ακολουθούν αμέτρητες |
ένοχος ένοχον ου ποιεί | ἔνοχος ἔνοχον οὐ ποιεῖ | ο ένοχος δε δημιουργεί ένοχο |
εξ απαλών ονύχων | ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων | από την παιδική ηλικία |
εξ επιπολής | ἐξ ἐπιπολής | επιφανειακά, πρόχειρα |
εξ ευωνύμων | ἐξ εὐωνύμων | στα αριστερά, από την αριστερή πλευρά |
εξ ιδίων αναλωμάτων | ἐξ ἰδίων ἀναλωμάτων | από προσωπική δαπάνη |
εξ ιδίων κρίνεις τα αλλότρια | ἐξ ἰδίων κρίνεις τὰ ἀλλότρια | κρίνεις τους άλλους με κριτήριο τον εαυτό σου |
εξ οικείων τα βέλη | ἐξ οἰκείων τὰ βέλη | επίθεση από συγγενικά πρόσωπα |
εξαπίνης | ἐξαπίνης | ξαφνικά, με αιφνιδιασμό |
έξις δευτέρα φύσις | ἕξις δευτέρα φύσις | η συνήθεια είναι ο δεύτερος χαρακτήρας μας |
έξω φρενών | ἔξω φρενῶν | εκτός λογικής, εκτός εαυτού, σε έξαλλη κατάσταση |
εξώλης και προώλης | ἐξώλης καὶ προώλης | εντελώς διεφθαρμένος και πρόωρα κατεστραμμένος, ο πέρα για πέρα διεφθαρμένος κι ανήθικος |
επ' αγαθή τύχη | ἐπ' ἀγαθῇ τύχῃ | με καλή τύχη, από καλή τύχη, με το καλό |
επ' αμφότερα | ἐπ' ἀμφότερα | και προς τα δύο μέρη |
επ' εσχάτων | ἐπ' ἐσχάτων | τώρα τελευταία, τώρα πρόσφατα, προ ολίγου |
επ' εσχάτοις | ἐπ' ἐσχάτοις | τώρα τελευταία, τώρα πρόσφατα, προ ολίγου |
έπεα πτερόεντα | ἔπεα πτερόεντα | φτερωτά λόγια, λόγια ανεύθυνα, κούφια λόγια |
επί μάλλον | ἐπὶ μᾶλλον | ακόμη περισσότερο, κάπως περισσότερο |
επί μάλλον και μάλλον | ἐπὶ μᾶλλον καὶ μᾶλλον | όλο και περισσότερο |
επί ξυρού ακμής | ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς | στην κόψη του ξυραφιού, σε κρίσιμο σημείο σε άμεσο κίνδυνο |
επί παν έρχομαι | ἐπὶ πᾶν ἔρχομαι | κάνω τα πάντα, δοκιμάζω κάθε τρόπο ή μέσο |
επί παντός επιστητού | ἐπὶ παντὸς ἐπιστητοῦ | σε καθετί που μπορεί να έχει ακριβή γνώση κάποιος |
επί πείρα | ἐπὶ πεῖρα | με δοκιμή |
επί ποδός | ἐπὶ ποδός | στο πόδι, έτοιμος για δράση, σε ετοιμότητα |
επί σκοπόν | ἐπὶ σκοπόν | με σκόπευση |
επί τάπητος | ἐπὶ τάπητος | πάνω στο χαλί, προς συζήτηση |
επί τούτοις | ἐπὶ τούτοις | επιπλέον |
επί τούτω | ἐπὶ τούτῳ | γι' αυτό το σκοπό, με αυτόν τον όρο, με αυτή τη συμφωνία |
επί χρήμασι | ἐπὶ χρήμασι | για χρήματα, με χρήματα |
επιμενίδειος ύπνος | ἐπιμενίδειος ὕπνος | βαθύς, γλυκός και πολύωρος ύπνος |
έργα και ημέραι | ἔργα καὶ ἡμέραι | περιπετειώδης ζωή, η δράση της ζωής |
έργω κουκέτι μύθω | ἔργῳ κουκέτι μύθῳ | με έργα κι όχι με λόγια |
έρρει τα καλά | ἔρρει τὰ καλά | καταστράφηκαν τα πλοία, χάθηκαν τα πάντα |
ερρίφθη ο κύβος | ἐρρίφθη ὁ κύβος | ρίχτηκε ο κύβος (το ζάρι), πήρα την απόφαση |
ες αύριον τα σπουδαία | ἐς αὔριον τὰ σπουδαῖα | αύριο θα ασχοληθώ με τα σπουδαία, αναβάλλω για αύριο την εξέταση κάποιου θέματος |
ες πέδον κάρα νεύω | ἐς πέδον κάρα νεύω | γέρνω προς το έδαφος το κεφάλι, υποτάσσομαι |
έτερον εκάτερον | ἕτερον ἑκάτερον | άλλο το ένα, άλλο το άλλο |
έτερον ουδέν | ἕτερον οὐδέν | τίποτε άλλο |
ευσεβείς πόθοι | εὐσεβεῖς πόθοι | επιθυμίες που δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν |
έχω περί πολλού | ἔχω περὶ πολλοῦ | έχω σε ιδιαίτερη μοίρα, εκτιμώ πολύ, φροντίζω ιδιαίτερα, τρέφω ιδιαίτερη εκτίμηση |
ζην επικινδύνως | ζῆν ἐπικινδύνως | να ζεις με τον κίνδυνο |
ζυγός της Θέμιδος | ζυγὸς τῆς Θέμιδος | η ζυγαριά της Θέμιδας, η απονομή δικαιοσύνης |
ζωή πίθου | ζωὴ πίθου | ζωή μέσα σε πιθάρι, στερημένη ζωή |
ζώντες και τεθνεώτες | ζῶντες καὶ τεθνεῶτες | ζωντανοί και πεθαμένοι |
η απολλύσα ψήφος | ἡ ἀπολλῦσα ψῆφος | η καταδικαστική ψήφος |
η απολύουσα ψήφος | ἡ ἀπολύουσα ψῆφος | η αθωωτική ψήφος |
η αρχή το ήμισυ του παντός | ἡ ἀρχὴ τὸ ἥμισυ τοῦ παντός | η αρχή ενός έργου είναι το μισό του |
η εμή ψυχή | ἡ ἐμὴ ψυχή | ο εαυτός μου, εγώ |
η επιούσα ημέρα | ἡ ἐπιοῦσα ἡμέρα | η επόμενη μέρα |
η κλίνη του Προκρούστου | ἡ κλίνη τοῦ Προκρούστου | το κρεβάτι του Προκρούστη, το μέσο με το οποίο επιχειρεί κάποιος ν' αλλάξει κάτι με βίαιο κι αφύσικο τρόπο, προσαρμόζοντάς το στις επιθυμίες του |
η λυδία λίθος | ἡ λυδία λίθος | κάθε μέσο ή τρόπος δοκιμασίας |
η μέλαινα ψήφος | ἡ μέλαινα ψῆφος | η καταδικαστική ψήφος |
ή ου; | ἢ οὔ | ή όχι; |
η παραχρήμα ανάγκη | ἡ παραχρήμα ἀνάγκη | η άμεση ανάγκη |
η σήμερον ημέρα | ἡ σήμερον ἡμέρα | η σημερινή μέρα |
ηθμώ αντλώ | ἠθμῷ ἀντλῶ | μεταφέρω το νερό με κόσκινο, κοσκινίζω το νερό, ματαιοπονώ |
ήθους βάσανος χρόνος | ἤθους βάσανος χρόνος | ο χρόνος δοκιμάζει το χαρακτήρα |
ηλίου φαεινότερον | ἡλίου φαεινότερον | πιο φωτεινό και από τον ήλιο, πράγμα ολοφάνερο |
ήξεις αφήξεις | ἤξεις ἀφήξεις | διφορούμενα, δισήμαντα πράγματα |
ήσσονος προσπαθείας | ἥσσονος προσπαθείας | μικρότερης προσπάθειας |
ηφαίστειος δεσμός | ἠφαίστειος δεσμός | δεσμά του Ηφαίστου, στέρεα δεσμά, άλυτα δεσμά |
θάλατταν αντλείς | θάλατταν ἀντλεῖς | αδειάζεις τη θάλασσα, ενεργείς άσκοπα, ματαιοπονείς |
θεία δίκη | θεία δίκη | θεία τιμωρία |
θεού θέλοντος | θεοῦ θέλοντος | αν θέλει ο θεός |
θέτω εκποδών | θέτω ἐκποδῶν | θέτω εκτός των ποδών μου, απομακρύνω |
θυέστεια δείπνα | θυέστεια δεῖπνα | δείπνα του Θυέστη, ανόσια συμπόσια, ανήθικα γεύματα |
θύραθεν παιδεία | θύραθεν παιδεία | η μη χριστιανική παιδεία, η αρχαία ελληνική παιδεία |
Ιαπετού γηραιότερος | Ἰαπετοῦ γηραιότερος | πιο γέρος από τον Ιαπετό, πάρα πολύ γέρος, σε πολύ μεγάλη ηλικία |
ιδίαις χερσί | ἰδίαις χερσί | με τα ίδια τα χέρια, με τα δικά (μου) χέρια |
ιδίοις αναλώμασι | ἰδίοις ἀναλώμασι | με προσωπική δαπάνη |
ιδίοις όμμασι | ἰδίοις ὄμμασι | με τα ίδια τα μάτια |
ίση μοίρα | ἴση μοῖρα | ίσο μερίδιο |
ισότης φιλότης | ἰσότης φιλότης | η ισότητα είναι φιλότητα |
ίσταμαι επί ξυρού ακμής | ἵσταμαι ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς | στην κόψη του ξυραφιού, βρίσκομαι σε κρίσιμο κι επικίνδυνο σημείο |
ιστός της Πηνελόπης | ἱστὸς τῆς Πηνελόπης | το υφαντό που ύφαινε η Πηνελόπη την ημέρα και ξεΰφαινε τη νύχτα, το έργο που δεν τελειώνει ποτέ |
καδμεία νίκη | καδμεία νίκη | νίκη με τρομακτικές απώλειες, νίκη με πανωλεθρία, ολέθρια νίκη |
καθ' έξιν | καθ' ἕξιν | από συνήθεια |
καθεστηκυία τάξις | καθεστηκυία τάξις | η ισχύουσα πραγματικότητα, το ισχύον πολιτικό σύστημα |
και ούτω καθ' εξής | καὶ οὕτω καθ' ἑξῆς | κι έτσι στη συνέχεια |
και τανάπαλιν | καὶ τανάπαλιν | και αντιθέτως κι αντιστρόφως |
καλή τη πίστει | καλῇ τῇ πίστει | με καλή πίστη, με καλόπιστη διάθεση |
καλός καγαθός | καλὸς καγαθός | όμορφος κι ενάρετος |
καλώς εχόντων των πραγμάτων | καλῶς ἐχόντων τῶν πραγμάτων | αν πάνε καλά τα πράγματα |
κάμπτω γόνυ | κάμπτω γόνυ | λυγίζω τα γόνατα, υποκύπτω, υποτάσσομαι |
κατ' έθος | κατ' ἔθος | κατά τη συνήθεια |
κατ' ιδίαν | κατ' ἰδίαν | ιδιαιτέρως |
κατ' όμμα | κατ' ὄμμα | κατάματα, πρόσωπο με πρόσωπο |
κατ' όναρ | κατ' ὄναρ | στον ύπνο, στο όνειρο |
κατά δύναμιν | κατὰ δύναμιν | σύμφωνα με τις δυνάμεις, όσο είναι δυνατόν |
κατά κράτος | κατὰ κράτος | με όλες τις δυνάμεις, ολοσχερώς, ολοκληρωτικά, διά της βίας, με έφοδο |
κατά λόγον | κατὰ λόγον | σύμφωνα με τη λογική |
κατά μόνας | κατὰ μόνας | μόνος |
κατά πόδας | κατὰ πόδας | από πίσω, από κοντά, στο κατόπι του |
κατά το μάλλον ή ήττον | κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον | πάνω-κάτω, κατά προσέγγιση, περίπου |
κατά φύσιν | κατὰ φύσιν | εκ φύσεως, από το φυσικό του |
καταλαμβάνω εξαπίνης | καταλαμβάνω ἐξαπίνης | αιφνιδιάζω, ενεργώ αιφνιδιαστικά |
κατόπιν εορτής | κατόπιν ἑορτῆς | μετά τη γιορτή, σχόλασε το πανηγύρι, απουσιάζουμε από τα συμβαίνοντα, αφού έπαψε να υπάρχει το πρόβλημα |
κεραυνός εν αιθρία | κεραυνὸς ἐν αἰθρία, αἰθρίᾳ | κεραυνός σε ξαστεριά, αιφνιδιαστικό γεγονός, αναπάντεχο συμβάν |
κινώ παν χρήμα | κινῶ πᾶν χρῆμα | μεταχειρίζομαι κάθε μέσο, κάνω το παν, δοκιμάζω τα πάντα |
κινώ τα ακίνητα | κινῶ τὰ ἀκίνητα | μετακινώ πράγματα ιερά κι απαραβίαστα, αλλάζω πράγματα που πρέπει να μείνουν αμετάβλητα και σταθερά |
κλεινόν άστυ | κλεινὸν ἄστυ | ένδοξη πόλη, η Αθήνα |
κοινά τα των φίλων | κοινά τα τῶν φίλων | τα πράγματα των φίλων είναι κοινά |
κοινή γαρ η τύχη και το μέλλον αόριστον | κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόριστον | κοινή είναι η ανθρώπινη τύχη και το μέλλον αόριστο |
κοινός τόπος | κοινὸς τόπος | συνηθισμένη ιδέα, τετριμμένη άποψη, χώρος κοινός για όλους, συνηθισμένος τόπος |
κομίζει γλάυκα εις Αθήνας | κομίζει γλάϋκα εἰς Ἀθήνας | φέρνει κουκουβάγια στην Αθήνα, λέγει πάρα πολλά και κοινά (αφού η αρχαία Αθήνα είχε πολλές κουκουβάγιες), μεταφέρει ασήμαντη είδηση, «κάτι μας είπε τώρα» |
κράτος εν κράτει | κράτος ἐν κράτει | κράτος μέσα σε κράτος, οργανωμένη ομάδα εντός άλλης, μεγαλύτερης |
κρείσσων χρημάτων | κρείσσων χρημάτων | αδωροδόκητος |
κρούομαι πρύμναν | κρούομαι πρύμναν | υποχωρώ με την πρύμνη, οπισθοχωρώ, αλλάζω στάση, τα στρίβω |
κρούω τας θύρας | κρούω τὰς θύρας | χτυπώ πόρτες, ζητώ βοήθεια |
κτήμα ες αεί | κτῆμα ἐς ἀεί | απόκτημα για πάντα, αιώνιο απόκτημα |
κύκλος τανθρώπινα | κύκλος τανθρώπινα | τα ανθρώπινα πράγματα κινούνται κυκλικά |
κύκνειον άσμα | κύκνειον ἆσμα | το τελευταίο έργο πριν από το θάνατο |
κύματα μετρείς | κύματα μετρεῖς | μετράς τα κύματα, ενεργείς ανόητα και μάταια |
λαβήν παρέχω | λαβὴν παρέχω | δίνω λαβή, δίνω αφορμή ή ευκαιρία |
λάθε βιώσας | λάθε βιώσας | να ζεις αθόρυβα, απαρατήρητα |
λέγε ειδώς | λέγε εἰδώς | μίλα, όταν γνωρίζεις |
λίθον έψεις | λίθον ἔψεις | βράζεις πέτρα, ενεργείς ανώφελα |
λίθος του αναθέματος | λίθος τοῦ ἀναθέματος | βαριά κατηγορία |
λίθος του Σισύφου | λίθος τοῦ Σισύφου | η πέτρα του Σισυφού (για οδυνηρές και μάταιες προσπάθειες) |
λίθου βίον ζω | λίθου βίον ζῶ | είμαι αναίσθητος |
λίθω λαλώ | λίθῳ λαλῶ | μιλώ σε πέτρα, ματαιοπονώ |
λόγοι ανηκέστου βλάβης | λόγοι ἀνηκέστου βλάβης | σοβαρότατοι λόγοι υγείας |
λόγου χάριν | λόγου χάριν | για λόγο μόνο, για παράδειγμα |
λουκούλειον γεύμα | λουκούλειον γεῦμα | εξαιρετικά πλούσιο γεύμα |
λυδία λίθος | λυδία λίθος | οτιδήποτε χρησιμοποιείται ως μέσο δοκιμασίας της γνησιότητας |
λύω βίον | λύω βίον | πεθαίνω |
Μακάρων νήσοι | Μακάρων νῆσοι | τα νησιά των νεκρών, τα νησιά των ημίθεων, ο παράδεισος |
μακρώ πρώτος | μακρῷ πρῶτος | με διαφορά πρώτος, μακράν πρώτος |
μάντις κακών | μάντις κακῶν | μαντατοφόρος συμφορών |
μέγας και πολύς | μέγας καὶ πολύς | μεγάλος και τρανός, μεγάλος και δυνατός |
μέλαινα νυξ | μέλαινα νύξ | μαύρη νύχτα |
μέλαιναι φρένες | μέλαιναι φρένες | σκοτεινή ψυχή, μαύρη ψυχή |
μέλας ζωμός | μέλας ζωμός | μαύρο ζουμί (σύμβολο του λιτού φαγητού και της λιτής ζωής) |
μένεα πνέω | μένεα πνέω | είμαι μανιασμένος |
μετ' ου πολύ | μετ' οὐ πολύ | έπειτα από όχι πολύ χρονικό διάστημα, μετά από λίγο, σύντομα |
μετά μικρόν | μετὰ μικρόν | ύστερα από λίγο |
μετέρχομαι παν μέσον | μετέρχομαι πᾶν μέσον | μεταχειρίζομαι κάθε μέσο, δοκιμάζω κάθε τρόπο, κάνω το παν |
μέτεστι πάσι το ίσον | μέτεστι πᾶσι τὸ ἴσον | όλοι συμμετέχουν εξίσου, όλοι έχουν ίσα δικαιώματα |
μέτρον άριστον | μέτρον ἄριστον | το μέτρο είναι άριστο, ό,τι γίνεται με μέτρο είναι άριστο |
μέχρι τούδε | μέχρι τοῦδε | μέχρι τώρα, ως εδώ |
μέχρι τρυγός | μέχρι τρυγός | μέχρι τον πάτο, μέχρι το κατακάθι, μέχρι το τέλος |
μέχρις εσχάτων | μέχρις ἐσχάτων | μέχρι το τέλος, μέχρι θανάτου |
μη μ' αποστραφής | μὴ μ' ἀποστραφῆς | μη στρέψεις το πρόσωπό σου από εμένα, μη μ' εγκαταλείψεις |
μη μου άπτου | μὴ μοῦ ἅπτου | μη μ' αγγίζεις (για ανθρώπους λεπτεπίλεπτους ή εύθικτους) |
μη μου τους κύκλους τάραττε | μή μου τοὺς κύκλους τάραττε | μη μου αναταράσσεις τους κύκλους μου, μη με διακόπτεις από τις σκέψεις μου, μη μου χαλάς την ηρεμία μου |
μη περαιτέρω | μὴ περαιτέρω | όχι παραπέρα, όχι περισσότερο, μην ξεπερνάς το όριο ή το μέτρο |
μη τείνειν άγαν | μὴ τείνειν ἄγαν | μην το παρατεντώνεις, μην το παρατραβάς |
μηδέ κάρφος κινείν | μηδὲ κάρφος κινεῖν | μήτε ξυλαράκι να κινείς, να βρίσκεσαι σε πλήρη αδράνεια κι ηρεμία |
μηδέν άγαν, μηδέν άγαν ποιεί | μηδὲν ἄγαν, μηδὲν ἄγαν ποιεῖ | (μην κάνεις) τίποτε σε υπερβολικό βαθμό, τίποτε σε υπερβολή |
μηδενός εξαιρουμένου | μηδενὸς ἐξαιρουμένου | χωρίς να εξαιρείται κανείς, χωρίς καμία εξαίρεση |
μήλον της Έριδος | μῆλον τῆς Ἔριδος | η αφορμή της φιλονικίας ή της λογομαχίας |
μήτηρ αμήτωρ | μήτηρ ἀμήτωρ | κακή μητέρα, μητέρα αδιάφορη για τα παιδιά της |
μικρόν απέλιπε | μικρὸν ἀπέλιπε | λίγο έλειψε, παραλίγο |
μικρόν παρεκκλίνω | μικρὸν παρεκκλίνω | κατά λίγο διαφέρω, ξεφεύγω λίγο |
μικρού δειν | μικροῦ δεῖν | παραλίγο, λίγο έλειψε |
μισθώ επί ρητώ | μισθῷ, μισθῶ ἐπὶ ρητῷ | με συμφωνημένη αμοιβή |
μίτος της Αριάδνης | μίτος τῆς Ἀριάδνης | η αρχή της λύσης ενός προβλήματος |
μοίρα διανταία | μοῖρα διανταία | αδυσώπητη μοίρα, σκληρή μοίρα |
μολών λαβέ | μολῶν λαβέ | έλα να τα πάρεις (τα όπλα) |
μόρσιμον ήμαρ | μόρσιμον ἦμαρ | η μοιραία ημέρα, η ημέρα του θανάτου |
μύρια κακά έπονται | μύρια κακὰ ἕπονται | ακολουθούν αναρίθμητα κακά |
νενικήκαμεν | νενικήκαμεν | έχουμε νικήσει |
νήδυμος ύπνος | νήδυμος ὕπνος | βαθύς και αδιατάρακτος ύπνος |
νηλεές ήμαρ | νηλεὲς ἦμαρ | ημέρα του θανάτου |
νόστιμον ήμαρ | νόστιμον ἦμαρ | ημέρα της επιστροφής στην πατρίδα |
νυν υπέρ πάντων αγών | νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγῶν | τώρα ο αγώνας είναι για όλα, πρέπει να αγωνιστούμε με όλες μας τις δυνάμεις υπερασπιζόμενοι όλοι τα ιδανικά μας |
ξαίνεις εις πυρ | ξαίνεις εἰς πῦρ | ματαιοπονείς |
ξυρός εις ακόνην | ξυρὸς εἰς ἀκόνην | το ξυράφι στο ακόνι (για όσους επιτυγχάνουν όσα επιθυμούν) |
ό γέγονε, γέγονε | ὸ γέγονε, γέγονε | ό, τι έγινε, έγινε |
ο ενεστώς χρόνος | ὁ ἐνεστὼς χρόνος | ο παρών χρόνος, ο παροντικός χρόνος |
ο επαΐων | ὁ ἐπαΐων | ο ειδικός, ο γνώστης σε βάθος, ο επιστήμονας |
ο εστί μεθερμηνευόμενον | ὁ ἐστὶ μεθερμηνευόμενον | πράγμα που σημαίνει, δηλαδή |
ο ήττων λόγος | ὁ ἥττων λόγος | ο ασθενέστερος λόγος, το άδικο |
ο καθήκων χρόνος | ὁ καθήκων χρόνος | ο ορισμένος χρόνος, ο συγκεκριμένος χρόνος |
ο κατά φύσιν θάνατος | ὁ κατὰ φύσιν θάνατος | ο φυσικός θάνατος |
ο κύβος ερρίφθη | ὁ κύβος ἐρρίφθη | το ζάρι έπεσε, πάρθηκε καθοριστική και αμετάκλητη απόφαση |
ο νόος του ρήματος | ὁ νόος τοῦ ρήματος | το περιεχόμενο, η ουσία του λόγου |
ο νοών νοείτω | ὁ νοῶν νοείτω | όποιος έχει μυαλό ας σκεφτεί |
ο παρωχημένος χρόνος | ὁ παρωχημένος χρόνος | ο παρελθοντικός χρόνος |
ο περί ου ο λόγος | ὁ περὶ οὐ, οὗ ὁ λόγος | αυτός για τον οποίο γίνεται λόγος |
ο πρώτος τυχών | ὁ πρῶτος τυχών | ο πρώτος τυχόντας, ο πρώτος τυχαίος, ο καθένας |
ο σύμπας αιών | ὁ σύμπας αἰών | ολόκληρη η αιωνιότητα |
ο φόρου υποτελής | ὁ φόρου ὑποτελής | ο υποκείμενος σε πληρωμή φόρου, ο φορολογούμενος |
οδούσι και όνυξι | ὀδούσι καὶ ὄνυξι | με τα δόντια και τα νύχια |
οι ειδότες | οἱ εἰδότες | αυτοί που γνωρίζουν |
οι εν τέλει, οι εν τέλει όντες | οἱ ἐν τέλει, οἱ ἐν τέλει ὄντες | αυτοί που είναι στην εξουσία, οι άρχοντες |
οι εν τέλει βεβώτες | οἱ ἐν τέλει βεβῶτες | αυτοί που έχουν ανεβεί στην εξουσία, οι κυβερνώντες |
οι έχοντες και κατέχοντες | οἱ ἔχοντες καὶ κατέχοντες | όσοι έχουν και κατέχουν, οι πλούσιοι |
οι καιροί ου μενετοί | οἱ καιροὶ οὐ, οὗ μενετοί | οι ευκαιρίες, οι ευνοϊκές περιστάσεις δεν μπορούν να περιμένουν («οι καιροί δεν καρτερούν») |
οι ουκ έχοντες | οἱ οὐκ ἔχοντες | οι φτωχοί |
οικεία κακά | οἰκεῖα κακά | δικά μας δεινά, δικές μας συμφορές, κακά που έγιναν με ευθύνη δική μας, συμφορές που έγιναν από αδιαφορία δική μας |
οίκοθεν νοείται | οἴκοθεν νοεῖται | είναι αυτονόητο |
ολίγου δειν | ὀλίγου δεῖν | παραλίγο να, σχεδόν να, έλειπε να |
όλως ειπείν | ὅλως εἰπεῖν | για να μιλήσω γενικά |
ομφαλός της γης | ὀμφαλὸς τῆς γῆς | το κέντρο, ο αφαλός της γης |
όπερ έδει δείξαι | ὅπερ ἔδει δεῖξαι | πράγμα το οποίο έπρεπε να αποδειχθεί |
όπερ και εγένετο | ὅπερ καὶ ἐγένετο | πράγμα το οποίο έγινε |
όπερ σημαίνει | ὅπερ σημαίνει | πράγμα που σημαίνει, δηλαδή |
ορθός λόγος | ὀρθὸς λόγος | ορθή σκέψη |
ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον | οὐδὲν κρυπτὸν ὑπὸ τὸν ἥλιον | τίποτε δε μένει κρυφό κάτω από τον ήλιο |
ουδενός ύστερος | οὐδενὸς ὕστερος | κανενός κατώτερος |
ουκ έστιν άλλως γενέσθαι | οὐκ ἔστιν ἄλλως γενέσθαι | δεν μπορεί να γίνει αλλιώς |
ουκέτι καιρός | οὐκέτι καιρός | δεν υπάρχει πια καιρός, τώρα είναι αργά |
ούπω καιρός | οὔπω καιρός | δεν είναι ακόμη καιρός, τώρα είναι νωρίς |
ούτως ειπείν | οὕτως εἰπεῖν | για να πω έτσι, για παράδειγμα, δηλαδή |
οφρύς επαίρω | ὀφρὺς ἐπαίρω | καμαρώνω, κομπάζω |
πάθει μάθος | πάθει μάθος | από το πάθημα στο μάθημα, ο παθός μαθός |
πακτωλός χρημάτων | πακτωλὸς χρημάτων | πλούσια πηγή κέρδους |
πάλαι ποτέ | πάλαι ποτέ | κάποτε παλιά, κάποτε στο παρελθόν |
παλίντροπος αρμονία | παλίντροπος ἁρμονία | η αρμονία του κόσμου που προέρχεται από την εξισορρόπηση αντίθετων τάσεων |
πάλλεται ήτορ | πάλλεται ῆτορ | αγωνιά η καρδιά |
πανδαμάτωρ χρόνος | πανδαμάτωρ χρόνος | ο πανδομάτορας χρόνος, ο παντοδαμαστής χρόνος |
πάντα ρει | πάντα ρεῖ | τα πάντα ρέουν, όλα τρέχουν, τα πάντα αλλάζουν |
παντί σθένει | παντὶ σθένει | με όλη τη δύναμη |
παντί τρόπω | παντὶ τρόπῳ | με κάθε τρόπο |
παντός καιρού | παντὸς καιροῦ | για κάθε καιρό, για όλες τις καιρικές συνθήκες |
παντός μάλλον | παντὸς μᾶλλον | περισσότερο από κάθε άλλο, με κάθε τρόπο, βέβαια, βεβαιότατα |
παρά λόγον | παρὰ λόγον | αντίθετα με τη λογική, παράλογα |
παρά μοίραν | παρὰ μοῖραν | άδικα, όχι ορθά, όχι σωστά |
παρά το εικός | παρὰ τὸ εἰκός | αντίθετα από τη λογική, παράλογα |
παρανάλωμα του πυρός | παρανάλωμα τοῦ πυρός | προσάναμμα της φωτιάς, πλήρης εμπρησμός ή πυρπόληση, ολοκαύτωμα, ολοκληρωτικό κάψιμο |
πάση τέχνη και μηχανή | πάσῃ τέχνῃ καὶ μηχανῇ | με κάθε μέσο και τέχνασμα |
πέραν του δέοντος | πέραν τοῦ δέοντος | περισσότερο απ' όσο πρέπει ή από όσο είναι ανάγκη |
πέραν τούτου ουδέν | πέραν τούτου οὐδέν | τίποτε περισσότερο από αυτό, τίποτε επιπλέον, μέχρις εδώ και μη παρέκει |
περιμάχητος αρχή | περιμάχητος ἀρχή | περιζήτητη εξουσία, μάχη για την εξουσία |
πήματα επί πήμασι | πήματα ἐπὶ πήμασι | συμφορές πάνω σε συμφορές |
πλανώμαι πλάνην οικτράν | πλανῶμαι πλάνην οἰκτράν | κάνω τρομερό λάθος |
πλείστοι όροι | πλεῖστοι ὅροι | πάρα πολλοί |
πλήρεσιν ιστίοις | πλήρεσιν ἱστίοις | με γεμάτα πανιά, με όλη τη δύναμη |
πλήρης ημερών | πλήρης ἡμερῶν | σε μεγάλη ηλικία, σε βαθιά γεράματα |
πνέει τα λοίσθια | πνέει τὰ λοίσθια | είναι στα τελευταία του, ψυχομαχεί |
πνέω τα μένεα | πνέω τὰ μένεα | είμαι φοβερά θυμωμένος |
πνοή Άρεως | πνοὴ Ἄρεως | πολεμικό μένος |
πνοή Αφροδίτης | πνοὴ Ἀφροδίτης | πνοή της Αφροδίτης, ο έρωτας |
πόθεν έσχες; | πόθεν ἔσχες; | από πού τα απέκτησες; |
πόθεν μοι τούτο; | πόθεν μοὶ τοῦτο; | από πού μου ήρθε αυτό το αναπάντεχο καλό; |
πόλις άπολις | πόλις ἄπολις | τρισάθλια πόλη |
πολλοστόν μόριον | πολλοστὸν μόριον | το ελάχιστο μέρος, το ελάχιστο μερίδιο |
πολλού άξιος | πολλοῦ ἄξιος | αξιόλογος, χρήσιμος |
πολλού δει | πολλοῦ δεῖ | πολύ λείπει, πολύ απέχει από κάτι |
πολλώ μάλλον | πολλῷ μᾶλλον | πολύ περισσότερο |
πόρρω απέχει | πόρρω ἀπέχει | απέχει πάρα πολύ, έχει μεγάλη διαφορά, διαφέρει πολύ |
πόσω μάλλον | πόσῳ μᾶλλον | πολύ περισσότερο |
προ δύντος του ηλίου | πρὸ δύντος τοῦ ἡλίου | προτού να δύσει ο ήλιος |
προ τετελεσμένου γεγονότος | πρὸ τετελεσμένου γεγονότος | μπροστά σε πράξη που έγινε, μπροστά σε αναμφισβήτητο γεγονός |
προ των θυρών | πρὸ τῶν θυρῶν | μπροστά από την πόρτα, πρόκειται να έλθει ή να γίνει σύντομα, πολύ κοντά τοπικά ή χρονικά |
προ των πυλών | πρὸ τῶν πυλῶν | πριν από τις πόρτες, πρόκειται να έλθει ή να γίνεισύντομα, πολύ κοντά τοπικά ή χρονικά |
προήκω αξιώσει | προήκω ἀξιώσει | υπερέχω σε αξιοσύνη |
προϊόντος του λόγου | προϊόντος τοῦ λόγου | στην πορεία του λόγου |
προϊόντος του χρόνου | προϊόντος τοῦ χρόνου | με την πάροδο του χρόνου |
προπετής γέλως | προπετὴς γέλως | ορμητικό γέλιο, ασυγκράτητο κι ανόητο γέλιο |
προς άγραν | πρὸς ἄγραν | για κυνήγι, για συλλογή |
προς βρώσιν | πρὸς βρῶσιν | για φάγωμα |
προς βρώσιν και πόσιν | πρὸς βρῶσιν καὶ πόσιν | για φαγητό και για ποτό |
προς επίρρωσιν | πρὸς ἐπίρρωσιν | για ενίσχυση |
προς τα συντυχόντα | πρὸς τὰ συντυχόντα | σύμφωνα με τις περιστάσεις |
προς τοις άλλοις | πρὸς τοῖς ἄλλοις | εκτός των άλλων, επιπλέον |
πρόσω ολοταχώς | πρόσω ὁλοταχῶς | προς τα εμπρός με τη μεγαλύτερη ταχύτητα |
πρύμνα πόλεως | πρύμνα πόλεως | η ακρόπολη της πόλης, τα θεμέλια της πόλης |
πρύμναν κρούομαι | πρύμναν κρούομαι | οπισθοχωρώ με την πρύμνη, υποχωρώ, αλλάζω τακτική |
πρώτος εν ίσοις | πρῶτος ἐν ἴσοις | πρώτος ανάμεσα σε ίσους |
πρώτος τη τάξει | πρῶτος τῇ τάξει | πρώτος στη σειρά, πρώτος στην ιεραρχία |
πύματόν τε και ύστατον | πύματόν τε καὶ ὕστατον | και έσχατο και τελευταίο |
πυξ λαξ | πὺξ λάξ | με γροθιές και κλωτσιές |
πυρ και μανία | πῦρ καὶ μανία | εκτός εαυτού, έξω φρενών, πολύ θυμωμένος |
πυρ ομαδόν | πῦρ ὀμαδόν | ομαδικά πυρά, ομαδική επίθεση |
πυρ πνέω | πῦρ πνέω | αποπνέω φωτιά, χύνω φωτιά, είμαι θυμωμένος |
ραδαμάνθυος κρίσις | ραδαμάνθυος κρίσις | δίκαιη απόφαση |
ραδίως φέρω | ραδίως φέρω | υποφέρω με υπομονη |
σαρδόνιος γέλως | σαρδόνιος γέλως | απειλή και τάση εκδίκησης |
σιγήν ιχθύος | σιγὴν ἰχθύος | πλήρης σιωπή |
σισύφειον έργον | σισύφειον ἔργον | ματαιοπονία |
σισύφειος λίθος | σισύφειος λίθος | η απονομή της δικαιοσύνης |
σμικρώ πρόσθεν | σμικρῷ πρόσθεν | λίγο πριν, λίγο πρωτύτερα, λίγο νωρίτερα |
σοφόν το σαφές, ου το μη σαφές | σοφὸν τὸ σαφές, οὐ, οὗ τὸ μὴ σαφές | είναι σοφό πράγμα η σαφήνεια κι όχι η ασάφεια |
σπεύδε βραδέως | σπεῦδε βραδέως | προχώρα αργά, να ενεργείς προσεκτικά, να κινείσαι με επιφύλαξη |
στεντορεία τη φωνή | στεντορείᾳ τῇ φωνῇ | με βροντώδη φωνή |
συν τοις άλλοις | σὺν τοῖς ἄλλοις | εκτός των άλλων, επίσης |
συν τω χρόνω | σὺν τῷ χρόνῳ | ύστερα από ένα χρονικό διάστημα, με το πέρασμα του χρόνου |
συν τω χρόνω προϊόντι | σὺν τῷ χρόνῳ προϊόντι | με την πάροδο του χρόνου |
συνελόντι απλώς | συνελόντι ἁπλῶς | για να μιλήσω περιληπτικά και καθαρά |
συνελόντι ειπείν | συνελόντι εἰπεῖν | για να πω με λίγα λόγια |
σφόδρα άδικος | σφόδρα ἄδικος | υπερβολικά άδικος |
τα διεστώτα μέρη | τὰ διεστώτα μέρη | τα αντίπαλα μέρη |
τα εξ αμάξης | τὰ ἐξ ἁμάξης | έντονη επίπληξη, σκληρή κριτική |
τα καθ' ημάς | τὰ καθ' ἡμᾶς | αυτά που συμβαίνουν σε εμάς, τα δικά μας |
τα κακώς κείμενα | τὰ κακῶς κείμενα | αυτά που βρίσκονται σε κακή κατάσταση |
τα μάλιστα | τὰ μάλιστα | πάρα πολύ, σε υπέρτατο βαθμό |
τα προσήκοντα έργα | τὰ προσήκοντα ἔργα | τα πρέποντα έργα |
τα τεκταινόμενα | τὰ τεκταινόμενα | τα συμβαίνοντα ή όσα σχεδιάζονται μυστικά και ύπουλα |
τα φύσει πεφυκότα | τὰ φύσει πεφυκότα | τα φυσικά στοιχεία, όσα υπάρχουν εκ φύσεως, όσα έχει καθορίσει η φύση, τα φυσικά προϊόντα |
τανάπαλιν | τανάπαλιν | το αντίστροφο, το αντίθετο |
ταντάλεια δεινά | ταντάλεια δεινά | τρομερές κι απερίγραπτες συμφορές |
τενέδιος πέλεκυς | τενέδιος πέλεκυς | ο θάνατος |
τετελεσμένον γεγονός | τετελεσμένον γεγονός | πράξη που έχει γίνει και δεν μπορεί να ακυρωθεί |
τηρουμένων των αναλογιών | τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν | αφού τηρηθούν οι αναλογίες (σε περιπτώσεις σύγκρισης χωρίς πλήρη ομοιότητα των συγκρινόμενων προσώπων ή καταστάσεων) |
της εορτής μεσούσης | τῆς ἑορτῆς μεσούσης | στο μέσο της γιορτής |
της ήσσονος προσπαθείας | τῆς ἥσσονος προσπαθείας | της μικρότερης προσπάθειας |
τι δέον γενέσθαι; | τί δέον γενέσθαι; | τι πρέπει να γίνει; |
τι μέλει γενέσθαι; | τί μέλει γενέσθαι; | τι πρόκειται να γίνει; |
τίθεμαι επί τα ίχνη | τίθεμαι ἐπὶ τὰ ἴχνη | βρίσκω τα ίχνη |
τιμής ένεκεν | τιμῆς ἕνεκεν | τιμητικά, προς τιμήν, για λόγους εκτίμησης |
το άκρον άωτον | τὸ ἄκρον ἄωτον | το υπέρτατο σημείο ή όριο, το αποκορύφωμα, το άριστο |
το αντίπαλον δέος | τὸ ἀντίπαλον δέος | ο αντίπαλος ισοδύναμος φόβος, ο φόβος από ισοδύναμο αντίπαλο ή αμοιβαίος φόβος προερχόμενος από ισορροπία δυνάμεων των αντιπάλων («φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη») |
το απευκταίον | τὸ ἀπευκταῖον | η συμφορά, ο θάνατος, αυτό που ευχόμαστε να μη γίνει |
το δέον γενέσθαι | τὸ δέον γενέσθαι | αυτό που πρέπει ή επιβάλλεται να γίνει |
το δούναι και λαβείν | τὸ δοῦναι καὶ λαβεῖν | οι οικονομικές δοσοληψίες |
το ευ αγωνίζεσθαι | τὸ εὖ ἀγωνίζεσθαι | ο έντιμος αγώνας, το να αγωνίζεται κανείς έντιμα |
το ευ ζην | τὸ εὖ ζῆν | να ζει κανείς καλά, η ποιότητα ζωής |
το ζην επικινδύνως | τὸ ζῆν ἐπικινδύνως | το να ζει κανείς επικίνδυνα, το να ριψοκινδυνεύει κανείς |
το κέρας της Αμαλθείας | τὸ κέρας τῆς Ἀμαλθείας | η αφθονία των αγαθών |
το κινούν αίτιον | τὸ κινοῦν αἴτιον | το αίτιο που κινεί τα πάντα, ο Θεός |
το κοινόν αγαθόν | τὸ κοινὸν ἀγαθόν | η ευημερία του κοινωνικού συνόλου |
το μη περαιτέρω | τὸ μὴ περαιτέρω | το έσχατο όριο, το όχι παραπέρα, το απροχώρητο |
το μη χείρον βέλτιστον | τὸ μὴ χεῖρον βέλτιστον | το λιγότερο επιζήμιο είναι το άριστο |
το μήλον της έριδος | τὸ μῆλον τῆς ἔριδος | το μήλο της φιλονικίας, το αντικείμενο της διαμάχης |
το νυν παρόν | τὸ νῦν παρόν | η τωρινή κατάσταση πραγμάτων |
το ξύμπαν ειπείν | τὸ ξύμπαν εἰπεῖν | για να μιλήσω γενικά, για να πω με ένα λόγο |
το παραπάν | τὸ παραπάν | εντελώς, ολωσδιόλου |
το πλανάσθαι ανθρώπινον | τὸ πλανᾶσθαι ἀνθρώπινον | είναι ανθρώπινο το να κάνεις λάθος |
το σφάλλειν ανθρώπινον | τὸ σφάλλειν ἀνθρώπινον | το να σφάλλει κανείς είναι ανθρώπινο, το σφάλμα είναι ανθρώπινο |
τοις τολμώσι η τύχη ξύμφορος | τοῖς τολμῶσι ἡ τύχη ξύμφορος | η τύχη είναι σύμμαχος στους τολμηρούς |
τοσούτω μάλλον | τοσούτῳ μᾶλλον | τόσο περισσότερο |
τότε μεν, τότε δε | τότε μέν, τότε δέ | άλλοτε έτσι κι άλλοτε αλλιώς |
του ενεστώτος έτους | τοῦ ἐνεστῶτος ἔτους | του τωρινού έτους, του ίδιου έτους, του έτους που διανύουμε |
του ενεστώτος μηνός | τοῦ ἐνεστῶτος μηνός | του τωρινού μήνα, του ίδιου μήνα, του μήνα που διανύουμε |
του λοιπού χρόνου | τοῦ λοιποῦ χρόνου | στο εξής, στο μέλλον |
τουτέστιν | τουτέστιν | δηλαδή |
τύποις και ουσία | τύποις καὶ οὐσία | στον τύπο και στην ουσία, τυπικά κι ουσιαστικά |
τυφλοίς όμμασι | τυφλοῖς ὄμμασι | με κλειστά μάτια, χωρίς κοίταγμα |
τύχη αγαθή | τύχη ἀγαθή | από αγαθή τύχη, από καλή τύχη, με το καλό, από καλή σύμπτωση, κατά καλή τύχη |
τω κρατίστω | τῷ κρατίστῳ | στον καλύτερο, στον ισχυρότερο |
τω όντι | τῷ ὄντι | πράγματι |
υπέρ το δέον | ὑπὲρ τὸ δέον | πάνω από το πρέπον |
υπό αίρεση, υπό αίρεσιν | ὑπὸ αἵρεση, ὑπὸ αἵρεσιν | σε εκκρεμότητα |
υπό μάλλης, υπό μάλλην | ὑπὸ μάλλης, ὑπὸ μάλλην | κάτω από τη μασχάλη, παραμάσχαλα, κρυφά, λαθραία |
υπό την αιγίδα | ὑπὸ τὴν αἰγίδα | κάτω από την ασπίδα, υπό την προστασία, με τη φροντίδα, με την επίβλεψη |
ύστερος γένει | ὕστερος γένει | νεότερος στην ηλικία |
φείδου χρόνου | φείδου χρόνου | να λογαριάζεις το χρόνο σου, να κάνεις οικονομία στο χρόνο σου, μη σπαταλάς το χρόνο σου |
φερ' ειπείν | φέρ' εἰπεῖν | για παράδειγμα, παραδείγματος χάριν |
φέρω βαρέως | φέρω βαρέως | παίρνω βαριά κάτι, δεν μπορώ να ξεπεράσω κάτι εύκολα, ανέχομαι κάτι με αξιοπρέπεια, στενοχωριέμαι πολύ |
φέρω εις πέρας | φέρω εἰς πέρας | οδηγώ στο τέλος, τελειώνω, αποπερατώνω |
φήμι καπόφημι | φήμι καπόφημι | λέω και ξελέω |
φιλεί γίγνεσθαι | φιλεῖ γίγνεσθαι | συνηθίζει να γίνεται, γίνεται συνήθως |
φρενών εξίσταμαι | φρενῶν ἐξίσταμαι | είμαι εκτός λογικής, τρελαίνομαι, χάνω τις αισθήσεις μου |
φρούδαι ελπίδες | φροῦδαι ἐλπίδες | χαμένες ελπίδες, ανώφελες ελπίδες |
φύδρην μίγδην | φύδρην μίγδην | ανακατεμένα, άνω- κάτω, σε ακαταστασία |
φύσει αδύνατον | φύσει ἀδύνατον | εκ φύσεως αδύνατο, εντελώς αδύνατο |
φύσει και θέσει | φύσει καὶ θέσει | εκ φύσεως και εκ θέσεως |
χαίνουσα πληγή | χαίνουσα πληγή | πληγή που χάσκει, ανοιχτή πληγή |
χαλεπά τα καλά | χαλεπὰ τὰ καλά | είναι δύσκολο να αποκτήσεις τα καλά |
χαλεπώς φέρω | χαλεπῶς φέρω | δυσφορώ, αγανακτώ, οργίζομαι |
χάρις άχαρις | χάρις ἄχαρις | ανώφελη εύνοια |
χάρμα ιδέσθαι | χάρμα ἰδέσθαι | απόλαυση στη θέαση |
χερσί και ποσί | χερσὶ καὶ ποσί | με χέρια και με πόδια |
χρόνον φείδου | χρόνον φείδου | να λογαριάζεις το χρόνο σου, να κάνεις οικονομία στο χρόνο σου, μη σπαταλάς το χρόνο σου, να αξιοποιείς σωστά το χρόνο σου |
χρόνου περιιόντος | χρόνου περιιόντος | με το πέρασμα του χρόνου, καθώς έφτασεν ο καιρός |
χύδην όχλος | χύδην ὄχλος | χυδαίος όχλος |
ψυχή τε και σώματι | ψυχὴ τε καὶ σώματι | και με την ψυχή και με το σώμα, ολοκληρωτικά, με όλες τις δυνάμεις |
ω παίδες Ελλήνων ίτε | ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε | εμπρός παιδιά των Ελλήνων |
ωόν κείρεις | ὠὸν κείρεις | ματαιοπονείς, «πιάσε τ' αυγό και κούρευ' το» |
ως έγγιστα | ὡς ἔγγιστα | όσο το δυνατόν πλησιέστερα |
ως εκ περισσού | ὡς ἐκ περισσοῦ | επιπλέον, επιπροσθέτως |
ως εμοί δοκεί | ὡς ἐμοὶ δοκεῖ | όπως φαίνεται σε εμένα, όπως εγώ νομίζω, κατά τη γνώμη μου |
ως έπος ειπείν | ὡς ἔπος εἰπεῖν | με λίγα λόγια, με μια λέξη, καθαρά και ξάστερα |
ως έχω τάχους | ὡς ἔχω τάχους | όσο μπορώ πιο γρήγορα |
ως πόδων έχει | ὡς πόδων ἔχει | με όλη τη δύναμη των ποδιών του |
ως συνελόντι ειπείν | ὡς συνελόντι εἰπεῖν | για να πω με λίγα λόγια, για συντομία |
ως τάχιστα | ὡς τάχιστα | όσο το δυνατόν γρηγορότερα |
ως τάχος | ὡς τάχος | όσο το δυνατόν γρηγορότερα |
ώχετο απιών | ᾤχετο ἀπιῶν | έφυγε και χάθηκε, εξαφανίστηκε, έγινε άφαντος |