be glued -> είμαι κολλημένος, έχω κολλήσει, είμαι προσκολλημένος, είμαι προσηλωμένος, είμαι καρφωμένος
glue -> κόλλα, γόμα, γκόμα, συγκολλητική ουσία, κολλώ, κολλάω, συγκολλώ, συγκολλάω, καρφώνω, είμαι προσκολλημένος, προσηλώνω, γομάρω, αλείφω με κόλλα, βάζω κόλλα