Όχι. Δεν προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε τα γεγονότα. Προσπαθούμε να διαβάσουμε με ψυχή και σε βάθος (να διαβάσουμε, όχι να αναλύσουμε) ένα ποίημα του Αναγνωστάκη λαμβάνοντας υπόψη πολλαπλές παραμέτρους. Δηλαδή:
- τη χρονιά που δημοσιεύεται η συλλογή (1951)
Μόλις έχει τελειώσει ο εμφύλιος. Όπως ακριβώς τα λες είναι τα πράγματα. Το κίνημα έχει συντριφτεί από τον τακτικό στρατό υπό την αρχηγία του Αλέξανδρου Παπάγου, η χώρα δεν έχει ακόμα αποκτήσει σταθερή κυβέρνηση. Ναι, τα στρατοδικεία και τα εκτελεστικά αποσπάσματα είναι ακόμα σε πλήρη δράση, και θα κρατήσουν άλλα δυο-τρία χρόνια - ας μην ξεχνούμε ότι θα εκτελέσουν με απολύτως συνοπτικές διαδικασίες τον Μπελογιάννη το 1952. Το αίμα συνεχίζει να ρέει άφθονο, όσοι αντάρτες δεν σκοτώθηκαν ή δεν βρίσκονται στα ξερονήσια και στα μπουντρούμια ή δεν έχουν υπογράψει δήλωση νομιμοφροσύνης, ξενιτεύονται για πολλά χρόνια στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης. Είναι ακόμα νωρίς κι η χώρα δεν έχει αρχίσει να γλείφει τις πληγές της. - τη χρονιά που γράφτηκε το ποίημα
Έχουν προηγηθεί οι συλλογές «Εποχές» το 1945 και «Εποχές 2» το 1948. Συμπεραίνω, λοιπόν, ότι το ποίημα «Επίλογος» γράφτηκε την τριετία 1948-1951 ενόσω ο Αναγνωστάκης είναι στη φυλακή. Ας μην ξεχνούμε ότι το 1949 καταδικάζεται σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο και στο παρά πέντε γλιτώνει το απόσπασμα. - την ηλικία του ποιητή
Ο Αναγνωστάκης γεννήθηκε το 1925. Είναι μόλις 26 χρονών όταν δημοσιεύεται αυτό το ποίημα. Είναι γύρω στα 25 όταν το γράφει. Επιμένω - είναι παιδί. Είναι ακόμα φοιτητής. Δεν έχει προλάβει να τελειώσει τις σπουδές του ως ακτινολόγος. Για την πολιτική του δράση στο φοιτητικό κίνημα φυλακίστηκε. Και τι στόχο είχε το φοιτητικό κίνημα τότε; Έναν κόσμο πιο γνωστικό, πιο σοφό, πιο φωτεινό. Τον ίδιο στόχο που θα έπρεπε να έχουν εσαεί τα φοιτητικά κινήματα ανά την υφήλιο.
Δεν μπορώ, λοιπόν, να διαβάσω αυτό το ποίημα με βάση τη σημερινή εποχή και με βάση τα αποτελέσματα του αγώνα του Αναγνωστάκη και των συναγωνιστών του 20 ή 50 χρόνια μετά. Δεν του αξίζει κάτι τέτοιο. Ούτε στον ίδιο τον ποιητή αξίζει να δίνουμε προεκτάσεις κατά το δικό μας σύγχρονο σκεπτικό στους στίχους του. Είναι άδικο. Είναι ένα αγωνιστικό παιδί ο Αναγνωστάκης, η ψυχή του 2 χρόνια πριν εκδοθεί η συλλογή έχει αγγίξει το θάνατο, το ότι τελικά δεν τον εκτέλεσαν δεν παίζει κανένα ρόλο, γιατί το μυαλό κι η καρδιά του πέθαναν με την καταδικαστική απόφαση κι αναστήθηκαν όταν γλίτωσε το απόσπασμα κι έχει το σθένος να μιλάει για ένα λωτό που φυτρώνει στα θλιβερά τραγούδια των αδικοχαμένων νέων που θα μιλούσανε γιατί ήταν οι μελλούμενοι ποιητές, αλλά δεν ζουν πια. Κι αυτοί που επέζησαν; Στο χυμό του λωτού θα ξαναγεννηθούν
πιο νέοι. Κι αυτό το λέει ένας 25άρης. Που αγαπά τη ζωή, γιατί είναι νέος. Αυτή τη μαύρη ζωή. Και θα συνεχίσει να μάχεται για να πάψει να 'ναι μαύρη. 20 χρόνια μετά θα σιγήσει ο Αναγνωστάκης, Τόλη. Το 1951 ακόμα ελπίζει. Δειλά, διστακτικά ίσως, αλλά ελπίζει.
Πηγή μου αποτελεί η συγκεντρωτική έκδοση «Τα ποιήματα (1941-1971)» που εκδίδεται για πρώτη φορά το 1971. Ο ποιητής είναι εν ζωή και νέος. Μόλις 46 χρονών. Και δημοσιεύει το ποίημα για το οποίο συζητάμε με ατόφιους τους 10 στίχους του. Κι ως το 2000 αναδημοσιεύεται η συγκεντρωτική αυτή έκδοση άλλες 4 φορές από άλλους 3 διαφορετικούς εκδότες. Ο ποιητής είναι ακόμη εν ζωή. Πέθανε το 2005. Και το ποίημα είναι όπως το παραθέτω εδώ. Επιμένει να το δημοσιεύει έτσι - όπως το έγραψε.
Αν του στερήσεις τους τελευταίους δύο στίχους, του στερείς τη δύναμή του, του σακατεύεις την ψυχή, ξεριζώνεις το λωτό και τον λιώνεις. Κι αυτό δεν είναι δίκαιο. Το παιδί που είδε το χάρο με τα μάτια του (ιστορικό και αδιαμφισβήτητο γεγονός) βρήκε τη δύναμη να ονειρευτεί το χυμό της ζωής μέσα στο τόσο αίμα το 1951 και εμείς μπορούμε να σφάξουμε αυτό το δίστιχο 15-20 χρόνια μετά (όταν αρχίζει να δημοσιεύεται το περιεχόμενο της ανθολογίας του Ρένου Αποστολίδη); Με ποιο δικαίωμα;
Αλλά ούτε και να τελειώνουμε την ανάγνωση του ποιήματος στον 8ο στίχο έχουμε το δικαίωμα. Να με συγχωρείς, Τόλη, γιατί διαφωνώ πλήρως και με τη δική σου προσέγγιση στο ποίημα. Με το ίδιο σκεπτικό, θα πρέπει να πάρω εγώ ένα δικό σου ποίημα, περσινό, από τη συλλογή σου του 2007, να διαβάσω ως εκεί που πληροί τα δικά μου πιστεύω ή συναισθήματα, να δημοσιεύσω κατά τη δική μου βούληση τις στροφές που μου αρέσουν ή με τις οποίες συμφωνώ και να παραβλέψω το υπόλοιπο. Αν ήθελες να γράψεις ως εκεί που με βολεύει εμένα, θα το είχες κάνει. Εσύ όμως γράφεις κι άλλο, προχωράς πιο πέρα. Με βάση το δικό σου κέφι και τις δικές σου σκέψεις. Όπως ο Αναγνωστάκης.
Ως αναγνώστες οφείλουμε στους ποιητές that much. Να τους διαβάζουμε απ' την αρχή ως το τέλος. Όλους τους στίχους, όλες τις λέξεις, όλο το σχήμα και τη μορφή που δώσανε στο ποίημά τους. Με βάση τα δικά μου πιστεύω ο ανθολόγος είναι απλώς ένας επιμελής αναγνώστης που χώνεται με τα μούτρα στις πηγές (τις συλλογές και τα δημοσιευμένα έργα σε κάθε έντυπο μέσο) και το μόνο που τον κάνει να ξεχωρίζει από τον καθημερινό μέσο αναγνώστη είναι ότι έχει το θάρρος ή το θράσος (όπως θες πες το) της γνώμης του να διαλέξει ποιήματα που πρωτίστως αρέσουν σ' εκείνον και τα θεωρεί σπουδαία και να εκτεθεί μιλώντας φωναχτά και δημοσίως για τις επιλογές, το γούστο και τις γνώσεις του. Με στόχο να παρουσιάσει πάντα στους υπόλοιπους συναδέλφους-αναγνώστες μια χαρακτηριστική σύνοψη του ποιητικού ή πεζογραφικού έργου ενός συγγραφέα. Κι εκεί τελειώνει το έργο του. Δεν δικαιούται να πειράξει φράσεις ή λέξεις κάποιου άλλου για τον απλούστατο λόγο ότι δεν είναι δικές του. Δεν του ανήκουν. Είναι
κάποιου άλλου.
Υ.Γ.: Κουβέντα κάνουμε και μάλιστα για ένα θέμα που δεν πρόκειται να εξαντλήσουμε ποτέ. Φυσικά μπορείς να μου απαντήσεις όποια στιγμή ευκαιρείς εσύ.