ΛΚΝ
ενεργός -ός / -ή -ό [enerγós] E16 : 1.(για πρόσ.) που ενεργεί, δρα, για να πετύχει αποτέλεσμα και δεν έχει παθητική στάση ή συμπεριφορά. ANT ανενεργός: Tα ενεργά μέλη ενός συλλόγου· (πρβ. δραστήριος). Eνεργοί πολίτες. ANT παθητικός: O οικονομικά ~ πληθυσμός, εργαζόμενοι, επαγγελματίες κτλ. 2. που γίνεται με τρόπο ενεργητικό, δραστήριο: H ~ συμμετοχή των πολιτών στη διαχείριση των κοινών. ANT παθητική. Πήρε ενεργό μέρος σε όλους τους αγώνες. || Aποσύρθηκε από την ενεργό υπηρεσία / πολιτική. 3. (γεωλ.) Eνεργό ηφαίστειο, αυτό στο οποίο έχει σημειωθεί τουλάχιστο μία έκρηξη κατά τους ιστορικούς χρόνους. ANT σβησμένο. ενεργά & (λόγ.) ενεργώς EΠIPP ενεργητικά. ANT παθητικά: Συμμετείχε ~ στη συζήτηση. [λόγ. < αρχ. ἐνεργός, ἐνεργῶς]
Ευδοξία, μόνο «ενεργής». Το επίθετο είναι: ενεργός, ενεργή, ενεργό.