age-old -> πανάρχαιος, πανάρχαια, πανάρχαιο, αρχαίος, αρχαία, αρχαίο, μακροχρόνιος, μακροχρόνια, μακροχρόνιο, παλαιός, παλαιά, παλαιό, παλιός, παλιά, παλιό, αιώνιος, αιώνια, αιώνιο, προαιώνιος, προαιώνια, προαιώνιο
spiros ·
1 · 56