pagar muchísimo dinero -> ακουμπάω χοντρό χρήμα, αφήνω χοντρό χρήμα, δε λυπάμαι τα λεφτά, δεν τσιγκουνεύομαι, δεν φείδομαι πόρων, δίνω μια περιουσία, πληρώνω τρελά λεφτά, σκάω τρελά λεφτά, δίνω τρελά λεφτά, δίνω όσο κι όσο, δίνω πολλά λεφτά, δίνω χοντρό χρήμα, ξοδεύω υπερβολικά, πληρώνω αδρά, πληρώνω μια περιουσία, πληρώνω ό,τι χρειαστεί, πληρώνω όσα θέλετε, πληρώνω όσο κι όσο, πληρώνω όσο όσο, πληρώνω όσο-όσο, πληρώνω πολύ καλά, τ' ακουμπάω γερά, τα ακουμπάω χοντρά, τα πετάω σαν μαρουλόφυλλα, τα πετώ σαν μαρουλόφυλλα, τα σκάω χοντρά, τινάζω την μπάνκα στον αέρα
spiros ·
1 · 100