
stoner -> χασικλής, χασικλόμουτρο, χασικλού, χασίκλω, χασισοπότης, χασισοπότισσα, χασίκλας, χασίκλα, χασισόμουτρο, χασισάκιας, μαστούρης, άτομο που καπνίζει χασίς, άτομο που πίνει χασίς, άτομο που κάνει χασίς, εκπυρηνωτήρας, αποπυρηνωτής, εκπυρηνωτής, εργαλείο αφαίρεσης κουκουτσιών, λιθοβολητής, λιθοβολών, λιθοβολούσα
progvamp ·
5 · 2304