Αναστάσης Βιστωνίτης, Σκηνοθεσία
Πρόσωπο σχεδιασμένο από το φεγγάρι,
αραιωμένα σύννεφα και το γυμνό σου μάτι
κατοπτεύει τη νύχτα.
Πέτρα. Θεμέλιο της θάλασσας, αρχή της φαντασίας,
χρόνος και σώματα. Κάτω από τούτη τη γούβα
μας σκεπάζει ο φυσικός τρόμος, αστήριχτα περάσματα
να δείχνουν το βάθος των ουρανών, μαθαίνοντας
τους απλούς νόμους του νερού, τον τρόπο του σώματος.
Τρίζει το ψιλό χαλίκι κάτω από τα βήματα,
πού πηγαίνει αυτός που βγήκε μόνος του πριν λίγο,
είχε ένα μούτρο ανθρακωρύχου, τα χέρια του
πεσμένα πάνω στα πλευρά, μες στις σκιές,
και σου είπε: «Ο άλλος, ο επίμονος εκεί στον τοίχο,
βρεγμένος κι ακίνητος και σαν κομμάτι από πέτρα
να στάζει πάνω του η νύχτα, περιμένοντας».
Ακούστηκε ένα βραχνό τρίξιμο, σώμα που πέφτει
στον ύπνο του, ταράζεται κι ύστερα πάνω κάτω,
πάρτε τον από δω, πού οι άλλοι με το πρόσωπο
και το μυαλό αλλού – κι είμαι χωματένιος,
τη γεύση του χώματος την ξέχασες, μυρίζει
γύρω σου το σκοτάδι, το σάλιο σου λάσπη,
μάτι, ουρανός, σύννεφο. Ακόμη.
Κάτω από τα ρούχα σου, πόσο αδύναμος είσαι.
Υπόκωφος. Με την αμοιβάδα στο αίμα
να σε διαιρεί, άχρωμο φως που σου αδειάζει τη φλέβα,
ένα κουβάρι μαζεμένος γύρω από το στομάχι σου,
μη μιλάς μέσα στη νύχτα ανεβαίνει το χώμα,
η βλάστηση, η σκέψη σου κι η γέφυρα
γέρνει κάτω από το φεγγάρι χωρίς να βλέπεις
αν πατάει πουθενά, έρημος ουρανός πιο κάτω
κι αυτός που βγήκε μόνος του πριν λίγο
πρόσωπο σχεδιασμένο από το φεγγάρι.
Από τη συλλογή Έδαφος (1981)