καταπύγων → the middle finger, middle finger, given to unnatural lust, lecherous, lewd, arse bandit, ass bandit, assfucker, batty boy, batty man, bender, bitch, bottom, bugger, buggerer, bum chum, bumder, bummer, butt pirate, buttfucker, catamite, catcher, chi chi man, chutney ferret, fag, fagboy, faggot, fairy, fartknocker, finocchio, flamer, friend of Dorothy, fruit, fudge packer, fudge-packer, gay, gayboy, gaylord, gunsel, homo, homosexual, horse's hoof, jobbie jabber, jobby jabber, mary, nan, nance, nancy, nancyboy, nancy-boy, omi-palone, oscar, pansy, pathic, peter puffer

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854561
    • Gender:Male
  • point d’amour
κατάπυγον → the middle finger, the finger, middle finger;

I am guessing the version for the gesture is καταπύγων?

ὁ σώφρων τε χὠ καταπύγων ἄριστ᾿ ἠκουσάτην...
Καταπύγων εἶ κἀναίσχυντος...
καταπυγοσύνης σ᾿ ἀναπλήσει...
https://el.wikisource.org/wiki/%CE%9D%CE%B5%CF%86%CE%AD%CE%BB%CE%B1%CE%B9

Αυτό που δεν γνώριζα – και γιατί να το γνωρίζω, άλλωστε; – είναι ότι η χειρονομία αυτή χρονολογείται τουλάχιστον μια χιλιετία πίσω. Ηταν προσφιλεστάτη τόσο στους αρχαίους Ελληνες όσο και στους Ρωμαίους. «Κατάπυγον» είναι μαθαίνω η αρχαία ονομασία και για πρώτη φορά τη συναντάμε στις «Νεφέλες» του Αριστοφάνη, στη σκηνή Στρεψιάδη – Σωκράτη.
https://www.in.gr/2020/01/20/apopsi/ypsomeno-mesodaxtylo/
« Last Edit: 20 Jan, 2020, 13:58:41 by spiros »


billberg23

  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 6318
    • Gender:Male
  • Words ail me.
I can’t imagine a more confused reference, but if it amuses Elena Akrita’s readers, so be it.  In the first place, the word κατάπυγον occurs nowhere in Aristophanes’ Clouds.  Where it does occur in Aristophanes, it’s as the accusative masculine singular of the noun κατάπυγος, which is simply a variant (acc. to LSJ & Hesychius) of καταπύγων, that most ancient noun used in the earliest Greek inscriptions in the Phoenician alphabet, an invective accusing one of habitually practicing anal intercourse, often translated in English as “bugger” and more recently “fudge-packer.”  Teach someone to write, and that’s the first thing he gets down on paper (or, in this case, stone).
Καταπύγων itself does occur in the Clouds in two instances (529 & 909), to vilify an old pervert and the Wrong Argument, respectively, and nowhere in a dialogue between Socrates and Strepsiades. 
« Last Edit: 20 Jan, 2020, 13:02:20 by billberg23 »







wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Σπύρο, λογικό το αρσενικό γένος. Και στα νέα ελληνικά λέμε «ο μέσος» για το μεσαίο δάχτυλο.

Μπιλ, το θέμα δεν είναι τι βρίσκουν διασκεδαστικό οι αναγνώστες της Έλενας Ακρίτα ή όχι. Το συγκεκριμένο άρθρο της είναι χρονογράφημα και όχι ευθυμογράφημα και αφορά ένα άκρως σοβαρό και ανησυχητικό γεγονός των ημερών μας. Υποθέτω ότι η Ακρίτα, όπως και κάθε μέσος χρήστης του Ίντερνετ, αναζήτησε αν υπάρχουν σχετικές αναφορές στην αρχαία Ελλάδα και βρήκε πρώτο και καλύτερο το σχετικό λήμμα της ελληνικής Wikipedia οπότε και το παρέθεσε στο άρθρο της. Άλλωστε η αρχαία λέξη δεν παίζει καθοριστικό ρόλο στο γραπτό της Ακρίτα γιατί αυτό που την ενδιαφέρει είναι καθαυτή η πράξη/χειρονομία.
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)




spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854561
    • Gender:Male
  • point d’amour
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δάχτυλο το [δáxtilo] & δάκτυλο το [δáktilo] Ο42 : 1α. καθεμιά από τις πέντε αρθρωτές απολήξεις των χεριών του ανθρώπου: Tα δάχτυλα του χεριού είναι ο αντίχειρας, ο δείκτης, ο μέσος, ο παράμεσος και ο μικρός. Είχε ωραία μακριά δάχτυλα με περιποιημένα νύχια. Tον άγγιξε με τις άκρες των δαχτύλων. Έκοψα το δάχτυλό μου. Mη βάζεις το ~ στη μύτη σου. Mου κούνησε απειλητικά το ~. Mετρώ με τα δάχτυλα. (έκφρ.) μετριούνται* / είναι μετρημένοι στα δάχτυλα (του ενός χεριού). είναι να γλείφεις* τα δάχτυλά σου. ΦΡ παίζω* κτ. στα δάχτυλα. παίζω* κπ. στα δάχτυλα. τον δείχνουν με το ~, θετικά ή αρνητικά, για κπ. που ξεχωρίζει. μυρίζω* τα δάχτυλά μου. κρύβομαι* πίσω από το δάχτυλό μου. βάζω (κάπου) το δάχτυλό μου, συμμετέχω ή βοηθώ. ΠAΡ Όλα τα δάχτυλα δεν είναι ίδια, υπάρχουν φυσικές διαφορές ή ανισότητες ανάμεσα στους ανθρώπους. || Tα δάχτυλα των γαντιών. Γάντια χωρίς δάχτυλα. β. οι αρθρωτές απολήξεις των ποδιών του ανθρώπου και των ποδιών ορισμένων ζώων. (έκφρ.) περπατώ στα δάχτυλα, πολύ προσεχτικά για να μην κάνω θόρυβο. 2. το πάχος ενός δάχτυλου σε μέτρηση κατά προσέγγιση: H φούστα σου θέλει δύο δάχτυλα κόντεμα. || (για ποσότητα): Bάλε μου ένα ~ κρασί, λίγο. Tο τραπέζι έχει ένα ~ σκόνη, πάρα πολύ. δαχτυλάκι το YΠΟKΟΡ. ΦΡ δεν κούνησε ούτε το μικρό του ~, δεν έκανε καμία προσπάθεια. δεν τον φτάνεις ούτε στο μικρό του ~, όταν η οφθαλμοφανής υπεροχή κάποιου δεν αφήνει περιθώρια για σύγκριση.
[δάχτ-: μσν. δάχτυλο(ν) < δάκτυλον με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < αρχ. δάκτυλος ὁ μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.· δάκτ-: λόγ. επίδρ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δάκτυλος 1 ο [δáktilos] Ο19 : 1. (λόγ.) το δάχτυλο. ΦΡ θέτω τον δάκτυλον εις τον τύπον των ήλων, ζητώ χειροπιαστές αποδείξεις για κτ. 2. (μτφ.) μυστικές ενέργειες που αποβλέπουν σε υποκίνηση και ανατροπή: Ξένος / αμερικάνικος / σοβιετικός κτλ. ~. || (με γεν.): Πίσω από το πραξικόπημα υποπτεύονται δάκτυλο ξένων δυνάμεων. 3. (λόγ.) υποδιαίρεση του μέτρου, το ένα εκατοστό, ο πόντος.
[λόγ.: 1, 3: αρχ. δάκτυλος· 2: σημδ. αγγλ. dactyl (στη νέα σημ.) < λατ. dactylus < αρχ. δάκτυλος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δάκτυλος 2 ο : (μετρ.) 1. στη νεοελληνική μετρική, τρισύλλαβη μετρική μονάδα με τονισμένη την πρώτη συλλαβή και άτονες τις δύο επόμενες. || ο δακτυλικός στίχος. 2. στην αρχαία ελληνική μετρική τρισύλλαβη μετρική μονάδα με μακρά την πρώτη συλλαβή και βραχείες τις δύο επόμενες.


 

Search Tools