The foreboding Robert Graves
Looking by chance in at the open window I saw my own self seated in his chair With gaze abstracted, furrowed forehead, Unkempt hair.
I thought that I had suddenly come to die, That to a cold corpse this was my farewell, Until the pen moved slowly upon paper And tears fell.
He had written a name, yours, in printed letters: One word on which bemusedly to pore— No protest, no desire, your naked name, Nothing more.
Would it be tomorrow, would it be next year? But the vision was not false, this much I knew; And I turned angrily from the open window Aghast at you.
Why never a warning, either by speech or look, That the love you cruelly gave me could not last? Already it was too late: the bait swallowed, The hook fast.
| Το κακό προαίσθημα Ρόμπερτ Γκρέιβς (απόδοση: Σπύρος Δόικας)
Καθώς τυχαία έπεσε η ματιά μου στο ανοιχτό παράθυρο Είδα τον ίδιο μου τον εαυτό στην καρέκλα καθιστό Με βλέμμα απλανές, μέτωπο συνοφρυωμένο, και το μαλλί Αχτένιστο.
Νόμισα ότι είχα ξαφνικά πεθάνει Ότι ήρθε η ώρα του ύστατου χαιρετισμού στο άψυχό μου πτώμα Μέχρι που η πένα άρχισε ν’ αργοκινείται πάνω στο χαρτί Τα δάκρυα να κυλούν στο χώμα.
Είχε γράψει ένα όνομα, το όνομα σου, με κεφαλαία γράμματα: Μια λέξη που το μυαλό μου μ’ έκανε να χάνω Ουδεμία διαμαρτυρία ή επιθυμία, απλά το όνομά σου Τίποτα παραπάνω.
Θα συνέβαινε άραγε του χρόνου ή μήπως αύριο κιόλας; Αλλά του οράματος το αληθές δεν το αμφισβητούσα Σαν ξαφνιασμένος έστρεψα το βλέμμα απ’ το παράθυρο Και θυμωμένος εσέ κοιτούσα.
Γιατί δεν με προειδοποίησες ποτέ, με λόγια ή με νεύματα Ότι η αγάπη που τόσο βίαια μου προσέφερες δεν μπορούσε ν’ αντέξει Ήταν ήδη αργά: το δόλωμα το είχα καταπιεί Το αγκίστρι είχε πει την τελευταία λέξη.
|