η μαλακία του σταματάει τρένο -> he is one hell of a jerk, he is one hell of a wanker
η μαλακία του ρίχνει ντουβάρι
η μαλακία του πλέκει πουλόβερ
η μαλακία του κατεβάζει ντακότα
μαλακία ουσ. [<αρχ. μαλακία], ο αυνανισμός.
1. βλακώδης λόγος ή ενέργεια, ανόητη πράξη ή λόγος: «τι μαλακία ήταν αυτή που είπες! || τι μαλακία ήταν αυτή που έκανες!».
2. έργο τέχνης ή δημόσιο θέαμα πολύ κακής ποιότητας: «διάβασα ένα βιβλίο που ήταν μαλακία || είδα ένα κινηματογραφικό έργο σκέτη μαλακία».
3. στον πλ.
οι μαλακίες, λόγια ψεύτικα, ανόητα, χωρίς περιεχόμενο, πράξεις ανόητες, χωρίς περιεχόμενο: «άσε τις μαλακίες και μίλα σοβαρά». Υποκορ.
μαλακιούλα, η. (Ακολουθούν 23 φρ.)·
–
αν ήταν η μαλακία κέντημα, θα 'χε κάνει την προίκα του, βλ. λ.
κέντημα·
–
αν πετύχει η μαλακία, τύφλα να 'χει το γαμήσι, έκφραση που υποστηρίζει πως πολλές φορές η μαλακία προσφέρει μεγαλύτερη ηδονή από τη σεξουαλική πράξη. (Τραγούδι:
αλλά εγώ το 'χα αποφασίσει αν πετύχει η μαλακία, τύφλα να 'χει το γαμήσι κι ώσπου να 'ρθει αυτό που θα με συγκλονίσει, θα ταξιδεύω μόνος μου στον κόσμο της ντροπής)·
–
βαράω μαλακία, βλ. φρ.
τραβώ μαλακία· –
βαράω μια μαλακία, βλ. φρ.
τραβώ μια μαλακία·- η μαλακία τον βάρεσε στο κεφάλι, λέει και κάνει συνεχώς ανοησίες, βλακείες, είναι πολύ μαλάκας, μεγάλος μαλάκας: «κάνει ό,τι του κατέβει, γιατί η μαλακία τον βάρεσε στο κεφάλι»·
–
η μαλακία τον χτύπησε στο κεφάλι, βλ. φρ.
η μαλακία τον βάρεσε στο κεφάλι·–
η μαλακία του κατεβάζει ντακότα, βλ. φρ.
η μαλακία του σταματάει τρένο·- η μαλακία του πλέκει πουλόβερ, βλ. συνηθέστ.
η μαλακία του σταματάει τρένο·–
η μαλακία του ρίχνει ντουβάρι, βλ. φρ.
η μαλακία του σταματάει τρένο· - η μαλακία του σταματάει τρένο, είναι πολύ ανόητος, πολύ βλάκας, πολύ μαλάκας: «είναι αδύνατο να συνεννοηθείς μ' αυτόν τον άνθρωπο, γιατί η μαλακία του σταματάει τρένο || είναι τόσο μαλάκας, που η μαλακία του σταματάει τρένο»·
–
θα σε φάει η μαλακία, λέγεται υποτιμητικά σε άτομο που κάνει συνεχώς βλακείες, ανοησίες·
–
κάνω μαλακία ή
κάνω μαλακίες,
α. ενεργώ απερίσκεπτα, ηλίθια: «αφού κάνεις μαλακίες, καλά να πάθεις τώρα που τα τραβάς».
β. κάνω άσχημα μια εργασία, μια κατασκευή: «ποιος έκανε αυτή τη μαλακία και θέλει λεφτά κι από πάνω!»·
–
λέω μαλακία ή
λέω μαλακίες, λέω ανοησίες, βλακείες: «κάθε φορά που θ' ανοίξεις το στόμα σου, δε λες τίποτ' άλλο από μαλακίες»·
–
μαλακία που τον δέρνει! α. έκφραση που χαρακτηρίζει μειωτικά τα λόγια ή τις ενέργειες κάποιου: «πάλι έχασε όλα του τα λεφτά στα χαρτιά. -Μαλακία που τον δέρνει! || ερωτεύτηκε μια πιτσιρίκα και θέλει να χωρίσει τη γυναίκα του. -Μαλακία που τον δέρνει!».
β. έκφραση που χαρακτηρίζει μειωτικά τη μαλθακότητα, τη χαυνότητα κάποιου: «τι μαλακία που τον δέρνει! Με το ρυθμό που δουλεύει, δε θα τελειώσει τη δουλειά ούτε σε δέκα χρόνια!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το
μα τι μαλακία(!)·
–
μαλακία το ανάγνωσμα ή
μαλακίες το ανάγνωσμα, βλ. λ.
ανάγνωσμα·
–
με βρήκες μαλακό κι εκμεταλλεύεσαι τη μαλακία μου, λογοπαίγνιο που γίνεται ανάμεσα στο μαλακός και μαλακία·
–
πετώ μαλακία ή
πετώ μαλακίες, βλ. φρ.
λέω μαλακία·- ρίχνω μια μαλακία, λέω μια ανοησία, μια βλακεία: «έριξες μια μαλακία και μας έκανες άνω κάτω!»· βλ. και φρ.
τραβώ μια μαλακία· - τον δέρνει μαλακία! βλ. φρ.
μαλακία που τον δέρνει(!)·–
τραβώ μαλακία, αυνανίζομαι και, κατ' επέκταση, χάνω τον καιρό μου, δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω: «τον έπιασα να τραβάει μαλακία μέσ' στ' αποχωρητήριο || εμείς σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι αυτός κάθεται και τραβάει μαλακία»· βλ. και φρ.
τραβώ μια μαλακία·
–
τραβώ μια μαλακία, αυνανίζομαι: «χτες βράδυ τράβηξα μια μαλακία, που την κατευχαριστήθηκα»·
–
χτυπώ μαλακία, βλ. συνηθέστ.
τραβώ μαλακία·- χτυπώ μια μαλακία, βλ. συνηθέστ.
τραβώ μια μαλακία.—
Γεώργιος Κάτος:
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας