. Για παράδειγμα, ο όρος με τη μορφή:
14-day quarantine | καραντίνα 14 ημερών |
Accident & Emergency Dept, A&E | Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών, ΤΕΠ |
active case | ενεργό κρούσμα |
acute respiratory distress syndrome | σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας |
acute respiratory infection, ARI | οξεία λοίμωξη του αναπνευστικού, οξεία αναπνευστική λοίμωξη |
adenovirus 26 | αδενοϊός 26 |
adenovirus 5 | αδενοϊός 5 |
adenovirus | αδενοϊός |
adherence to chronic medication regimen | συμμόρφωση στη χρόνια φαρμακευτική αγωγή |
adherence to parents | προσκόλληση στους γονείς |
administer intramuscularly | χορηγώ ενδομυϊκά |
administrative sanctions | διοικητικές κυρώσεις |
advanced healthcare system | προηγμένο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης |
advice for travellers | οδηγίες για ταξιδιώτες |
aerosol | αερόλυμα |
afebrile | απύρετος |
age distribution of cases | ηλικιακή κατανομή κρουσμάτων |
age distribution of confirmed cases | ηλικιακή κατανομή των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων |
age group | ηλικιακή ομάδα |
age-disaggregated data | ηλικιακά αναλυμένα δεδομένα, ηλικιακά αναλυτικά δεδομένα, ηλικιακά αποσυγκεντρωτικά δεδομένα |
age-expected CFR | αναμενόμενος κατά ηλικία CFR |
age-specific CFR | ειδικός κατά ηλικία CFR |
age-specific share of cases | ειδικό κατά ηλικία μερίδιο κρουσμάτων |
age-standardized CFR | τυποποιημένος κατά ηλικία CFR |
aggregate data | αθροιστικά δεδομένα, συγκεντρωτικά δεδομένα |
airborne infection | αερόφερτη λοίμωξη, αερομεταδιδόμενη λοίμωξη, αερογενής λοίμωξη {ατυχής όρος} |
airborne precautions | προφυλάξεις έναντι αερόφερτων |
airborne transmission | αερόφερτη μετάδοση |
airport ground personnel | προσωπικό εδάφους αεροδρομίων |
airport health authority | υγειονομική αρχή αεροδρομίου |
airport health check station | αεροϋγειονομείο |
airport health supervisor | υγειονομικός υπεύθυνος αεροδρομίου |
alcohol anticeptic | αλκοολούχο αντισηπτικό |
alcohol solution | αλκοολούχο διάλυμα |
alternative communication modes | εναλλακτικοί τρόποι επικοινωνίας |
ambient temperature | θερμοκρασία περιβάλλοντος |
amplification of viral spread | ενίσχυση εξάπλωσης του ιού |
anatomic pathologist | παθολογοανατόμος |
anatomic pathology | παθολογοανατομία |
animal-to-human transmission | μετάδοση από ζώο σε άνθρωπο |
announcement of cases | ανακοίνωση κρουσμάτων |
antibody test | δοκιμή αντισωμάτων, δοκιμασία αντισωμάτων, τεστ αντισωμάτων |
antibody to SARS-CoV-2, antibody to severe acute respiratory syndrome coronavirus 2 (substance), antibody to severe acute respiratory syndrome coronavirus 2 | αντίσωμα κατά του SARS-CoV-2, αντίσωμα κατά του κορονοϊού 2 σοβαρού οξέος αναπνευστικού συνδρόμου (ουσία), αντίσωμα κατά του κορονοϊού 2 σοβαρού οξέος αναπνευστικού συνδρόμου |
anticipate the likely CFR | προλαμβάνω τον ενδεχόμενο CFR |
anticoagulant | αντιπηκτικό |
antigen of SARS-CoV-2, antigen of severe acute respiratory syndrome coronavirus 2 (substance), antigen of severe acute respiratory syndrome coronavirus 2 | αντιγόνο του SARS-CoV-2, αντιγόνο του κορονοϊού 2 σοβαρού οξέος αναπνευστικού συνδρόμου (ουσία), αντιγόνο του κορονοϊού 2 σοβαρού οξέος αναπνευστικού συνδρόμου |
antipyretic | αντιπυρετικό |
antiseptic | αντισηπτικό |
antiviral drug | αντιιικό φάρμακο |
arbidol (broad-spectrum antiviral drug) | arbidol {αντιιικό ευρέος φάσματος} |
area designated for the accommodation of patients with contagious diseases | ειδικά διαμορφωμένος χώρος υποδοχής ασθενών με μεταδοτικό νόσημα |
arterial hypertension | αρτηριακή υπέρταση |
arthralgia, joint pain | αρθραλγία, πόνος αρθρώσεων |
artificial intelligence algorithm, AI algorithm | αλγόριθμος τεχνητής νοημοσύνης, αλγόριθμος AI |
artificial intelligence | τεχνητή νοημοσύνη |
assemblies | συναθροίσεις |
asymptomatic case | ασυμπτωματικό κρούσμα |
asymptomatic COVID-19 case | ασυμπτωματικό κρούσμα COVID-19 |
asymptomatic incubation period | ασυμπτωματική περίοδος επώασης |
asymptomatic transmission | ασυμπτωματική μετάδοση |
asymptomatic | ασυμπτωματικός |
attend intervention programme | παρακολουθώ πρόγραμμα παρέμβασης |
average age | μέση ηλικία |
aviptadil | αβιπταντίλη |
avoiding close contact (handshaking, hugging and kissing) | αποφυγή στενής επαφής (χειραψίες, αγκαλιές και φιλιά) |
avoiding contact with persons showing infection symptoms | αποφυγή επαφής με άτομα που έχουν συμπτώματα λοίμωξης |
avoiding direct exposure to media for younger kids | αποφυγή απευθείας έκθεσης των μικρών παιδιών στα μέσα ενημέρωσης |
avoiding touching eyes, nose and mouth | αποφυγή αγγίγματος ματιών, μύτης και στόματος |
avoiding touching the face | αποφυγή αγγίγματος του προσώπου |
bacterial spread | διασπορά βακτηρίων |
balanced diet | ισορροπημένη διατροφή |
ban on large gatherings | απαγόρευση μεγάλων συγκεντρώσεων |
ban on non-essential movement | απαγόρευση μη απαραίτητης μετακίνησης, απαγόρευση μη ουσιώδους μετακίνησης, απαγόρευση άσκοπης μετακίνησης |
bank | τράπεζα |
barber-shop | κουρείο |
basic reproduction number, R0 | βασικός αριθμός αναπαραγωγής, R0 |
beauty salon | κέντρο αισθητικής |
behavioral difficulty | δυσκολία συμπεριφοράς |
biological fluid, biofluid {saliva, blood etc.} | βιολογικό υγρό {σάλιο, αίμα κ.α.} |
blood plasma | πλάσμα του αίματος |
blood pressure gauge | πιεσόμετρο |
blowing one’s nose | φύσημα της μύτης |
booster dose of adenovirus 5 | ενισχυτική δόση με τον αδενοϊό 5 |
booster vaccine | ενισχυτικό εμβόλιο |
border station | συνοριακός σταθμός |
bottom of the mask | κάτω μέρος της μάσκας |
bronchoscope | βρογχοσκόπιο |
bronchoscopy | βρογχοσκόπηση |
build immunity | αναπτύσσω ανοσία, «χτίζω» ανοσία |
Burdenko Central Military Clinical Hospital | Κεντρικό Στρατιωτικό Κλινικό Νοσοκομείο Burdenko |
cafeteria | καφετέρια, καφετερία |
cancer | καρκίνος |
cardiac magnetic tomography | μαγνητική τομογραφία καρδιάς |
cardiopulmonary resuscitation | καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση |
cardiotoxic | καρδιοτοξικό |
cardiotoxicity | καρδιοτοξικότητα |
cardiovascular disease | καρδιαγγειακό νόσημα |
caregiver | φροντιστής, άτομο που φροντίζει ασθενή |
case cluster, cluster of cases | συστάδα κρουσμάτων, συρροή κρουσμάτων |
case definition | ορισμός κρούσματος |
case fatality rate, case fatality ratio, CFR | δείκτης θνητότητας κρουσμάτων |
case | κρούσμα, περιστατικό |
cash desk | ταμείο |
catering sector | τομέας εστίασης |
cell death | κυτταρικός θάνατος |
central political priority | κεντρική πολιτική προτεραιότητα |
Centres for Disease Prevention and Control, CDC | Κέντρα Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων, CDC |
chain of transmission of infection | αλυσίδα μετάδοσης της λοίμωξης |
child and adolescent mental health specialist | ειδικός ψυχικής υγείας παιδιών και εφήβων |
child mental health | ψυχική υγεία του παιδιού |
child’s social relations network | δίκτυο των κοινωνικών σχέσεων του παιδιού |
child’s therapist | θεραπευτής του παιδιού |
child–parents communication | επικοινωνία του παιδιού με τους γονείς του |
children’s imagination | φαντασία των παιδιών |
children’s staying with their family and parents | παραμονή των παιδιών κοντά στην οικογένεια και τους γονείς τους |
China’s National Health Commission | Εθνική Επιτροπή Υγείας της Κίνας |
Chinese vaccine from CanSino Biologics Inc. | κινεζικό εμβόλιο της CanSino Biologics Inc. |
chloroquine phosphate | φωσφορική χλωροκίνη |
chronic care facilities | ιδρύματα χρονίως πασχόντων |
chronic heart disease | χρόνιο καρδιακό νόσημα, χρόνια καρδιοπάθεια |
chronic kidney disease | χρόνια νεφροπάθεια |
chronic lung disease | χρόνια πνευμονοπάθεια |
chronic medication regimen | χρόνια φαρμακευτική αγωγή |
chronic pulmonary disease | χρόνια πνευμονοπάθεια |
chronic respiratory disease | χρόνιο αναπνευστικό νόσημα |
cinema | κινηματογράφος |
classroom | αίθουσα διδασκαλίας |
cleaning and disinfection of surfaces | καθαρισμός και απολύμανση επιφανειών |
clinical condition | κλινική εικόνα |
clinical data | κλινικά δεδομένα |
clinical monitoring | κλινική παρακολούθηση |
clinical presentation | κλινική εικόνα |
clinical sample | κλινικό δείγμα |
clinical study | κλινική μελέτη |
clinical treatment | κλινική θεραπεία |
clinical trial | κλινική δοκιμή |
close contact (handshaking, hugging and kissing) | στενή επαφή (χειραψίες, αγκαλιές και φιλιά) |
close contact with a confirmed case | στενή επαφή με επιβεβαιωμένο κρούσμα |
close contact with people | συγχρωτισμός |
close contact | στενή επαφή |
close down all non-essential shops | κλείσιμο όλων των μη απαραίτητων καταστημάτων, κλείσιμο όλων των μη ουσιωδών καταστημάτων |
closed community | κλειστή κοινότητα |
closed environment | κλειστό περιβάλλον |
closing schools and other institutions | κλείσιμο των σχολείων και λοιπών ιδρυμάτων |
cloth face cover | υφασμάτινη μάσκα προσώπου, πάνινη μάσκα προσώπου |
cluster of pneumonia | συστάδα κρουσμάτων πνευμονίας, συρροή κρουσμάτων πνευμονίας |
coinfection | συλλοίμωξη |
colchicine | κολχικίνη |
common cold | κοινό κρυολόγημα |
common detergent | κοινό απορρυπαντικό |
common disinfectant | κοινό απολυμαντικό |
communicable disease | μεταδοτική νόσος |
communication via telephone, social media, teleconferencing | επικοινωνία μέσω τηλεφώνου, μέσων κοινωνικής δικτύωσης, τηλεδιασκέψεων |
communication with a physician | επικοινωνία με ιατρό |
community dispersion | διασπορά στην κοινότητα |
community immunity, herd immunity | ανοσία κοινότητας, συλλογική ανοσία, ανοσία αγέλης |
community spread | εξάπλωση στην κοινότητα |
community transmission | μετάδοση στην κοινότητα |
community | κοινότητα |
complementary measure | συμπληρωματικό μέτρο |
complication | επιπλοκή |
computing cloud | υπολογιστικό νέφος |
concealing the crisis | απόκρυψη της κρίσης |
confirmed case of COVID-19 | επιβεβαιωμένο κρούσμα της COVID-19 |
confirmed case of infection | επιβεβαιωμένο κρούσμα λοίμωξης |
confirmed infection | επιβεβαιωμένη λοίμωξη |
contact in an aircraft sitting within two seats (in any direction) of the COVID-19 case | ταξιδιώτης στο ίδιο αεροσκάφος που κάθεται σε απόσταση δύο θέσεων (προς οποιαδήποτε κατεύθυνση) από περιστατικό COVID-19 |
contact precautions | προφυλάξεις επαφής |
contact tracing | ιχνηλάτηση επαφών |
contact transmission | μετάδοση (μέσω) επαφής |
contact with animals | επαφή με ζώα |
contact with high risk group persons | επαφή με άτομα που ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες |
contact | επαφή |
contagious | μεταδοτικός |
contagiousness | μεταδοτικότητα |
containment event | ενέργεια θωράκισης, ενέργεια αναχαίτισης |
containment | θωράκιση, αναχαίτιση |
contaminated item | μολυσμένο αντικείμενο |
contaminated surface | μολυσμένη επιφάνεια |
contaminated waste | μολυσματικά απορρίμματα |
contamination | μόλυνση1 |
control arm, control group | ομάδα ελέγχου |
controlled exposure to media | ελεγχόμενη έκθεση σε μέσα |
co-passenger | συνεπιβάτης |
cordon sanitaire | υγειονομική ζώνη |
coronaphobia | κορονοφοβία |
coronary artery | στεφανιαία αρτηρία |
coronavirus case | κρούσμα κορονοϊού |
coronavirus strain, strain of coronavirus | στέλεχος κορονοϊού |
coronavirus | κορονοϊός, κοροναϊός, κορωνοϊός, κορωναϊός |
coronavirus’s aggressiveness | επιθετικότητα του κορονοϊού |
cotton cloth | βαμβακερό ύφασμα |
cotton fabric | βαμβακερό ύφασμα |
cough inside one’s elbow | βήχω στον αγκώνα μου |
cough, coughing | βήχας |
country's entry points | σημεία εισόδου στη χώρα, πύλες εισόδου στη χώρα |
covering cough or sneeze with tissue paper | κάλυψη του βήχα ή του φτερνίσματος με χαρτομάντιλο |
covid kiss, post-covid kiss | κορονοφιλί, κορωνοφιλί |
covid measures | μέτρα κατά της COVID-19, κορονόμετρα, κορωνόμετρα |
COVID-19 case fatality rate, COVID-19 CFR | δείκτης θνητότητας κρουσμάτων COVID-19, CFR της COVID-19 |
COVID-19 case fatality | θνητότητα κρουσμάτων COVID-19 |
COVID-19 death | θάνατος από COVID-19 |
COVID-19 epidemic | επιδημία COVID-19 |
COVID-19 infection | λοίμωξη (από) COVID-19 |
COVID-19 pandemic | πανδημία COVID-19 |
COVID-19 patient | ασθενής με COVID-19 |
COVID-19 vaccine | εμβόλιο κατά της COVID-19, εμβόλιο COVID-19 |
COVID-19, disease caused by severe acute respiratory syndrome coronavirus 2 (disorder), disease caused by severe acute respiratory syndrome coronavirus 2 | COVID-19, ασθένεια/νόσος προκαλούμενη από κορονοϊό 2 που προξενεί σοβαρό οξύ αναπνευστικό σύνδρομο (διαταραχή), ασθένεια/νόσος προκαλούμενη από κορονοϊό 2 που προξενεί σοβαρό οξύ αναπνευστικό σύνδρομο |
covidiot | κορονοηλίθιος, κορονόβλακας |
crew member | μέλος πληρώματος |
critical cases in hospital | νοσηλευόμενοι σε κρίσιμη κατάσταση |
critical condition | κρίσιμη κατάσταση (υγείας) |
critical period | κρίσιμη περίοδος |
crowded open spaces | ανοιχτοί χώροι με συγχρωτισμό |
cumulative distribution of confirmed cases | αθροιστική κατανομή των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων |
daily change | ημερήσια μεταβολή |
daily distribution of confirmed cases | ημερήσια κατανομή των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων |
daily epidemiological surveillance report | ημερήσια έκθεση επιδημιολογικής επιτήρησης |
death toll | φόρος αίματος |
death | θάνατος |
deaths of COVID-19 per million people | θάνατοι από COVID-19 ανά εκατομμύριο ανθρώπων |
deaths per million people | θάνατοι ανά εκατομμύριο ανθρώπων |
declare the suspected case | δηλώνω το ύποπτο κρούσμα |
definition of COVID-19 case | ορισμός κρούσματος COVID-19 |
demographic study | δημογραφική μελέτη |
denying the gravity of the pandemic | άρνηση της βαρύτητας της πανδημίας |
detect the virus | ανιχνεύω τον ιό |
detected case | ανιχνευμένο κρούσμα |
detection of cases | ανίχνευση κρουσμάτων, ανίχνευση περιστατικών |
detergent | απορρυπαντικό |
deteriorating epidemiological situation | επιδεινούμενη επιδημιολογική κατάσταση |
develop antibodies | αναπτύσσω αντισώματα |
develop symptoms of infection | εμφανίζω συμπτώματα λοίμωξης |
developmental difficulty | αναπτυξιακή δυσκολία |
dexamethasone | δεξαμεθαζόνη |
diabetes mellitus | σακχαρώδης διαβήτης |
diagnosed case | διαγνωσμένο κρούσμα |
diagnostic laboratory | διαγνωστικό εργαστήριο |
difficulty breathing, dyspnea | δυσκολία στην αναπνοή, δύσπνοια |
direct contact transmission | μετάδοση (μέσω) άμεσης επαφής |
direct contact with infectious secretions of a COVID-19 case | άμεση επαφή με μολυσματικές εκκρίσεις περιστατικού COVID-19 |
direct contact | άμεση επαφή |
direct physical contact with a COVID- 19 case | άμεση σωματική επαφή με περιστατικό COVID-19 |
disabling the coronavirus' specific proteins | αδρανοποίηση των ειδικών πρωτεϊνών του κορονοϊού |
disease control | έλεγχος της νόσου |
disease incubation period | χρόνος επώασης της νόσου |
disease incubation | επώαση της νόσου |
disinfect | απολυμαίνω |
disinfectant | απολυμαντικό |
disinfection | απολύμανση |
display of symptoms | εμφάνιση συμπτωμάτων |
display signs and symptoms indicative of ARI | εμφανίζω σημεία και συμπτώματα συμβατά με οξεία αναπνευστική λοίμωξη |
disposable gloves | γάντια μιας χρήσης |
domestic case, non-visitor case | εγχώριο κρούσμα, μη εισαγόμενο κρούσμα |
dose dependent response | δοσοεξαρτώμενη απόκριση |
droplet precaution | προφύλαξη από σταγονίδια |
droplet transmission | μετάδοση (μέσω) σταγονιδίων |
dry cough | ξηρός βήχας |
dyspnea, difficulty breathing | δύσπνοια, δυσκολία στην αναπνοή |
early detection | έγκαιρη ανίχνευση |
economic recovery | οικονομική ανάκαμψη |
educational activity | εκπαιδευτική δραστηριότητα |
educational type activity | δραστηριότητα με εκπαιδευτικό χαρακτήρα |
effective prevention | αποτελεσματική πρόληψη |
effective reproduction number, Rt | ενεργός αριθμός αναπαραγωγής, Rt |
effective vaccine | αποτελεσματικό εμβόλιο |
elbow touch, elbow bump, elbow shake | αγκωναψία |
elderly people, elders | ηλικιωμένα άτομα, ηλικιωμένοι |
e-learning | ηλ-μάθηση, ηλεκτρονική μάθηση |
elicit neutralizing antibodies | εγείρω την παραγωγή εξουδετερωτικών αντισωμάτων |
embarkation space | χώρος επιβίβασης |
emotional expression | έκφραση συναισθημάτων |
emotional management | διαχείριση συναισθημάτων |
empirical treatment | εμπειρική θεραπεία |
enclosed public space | κλειστός δημόσιος χώρος |
enclosed space | κλειστός χώρος |
encouraging social distancing | ενθάρρυνση της κοινωνικής αποστασιοποίησης |
encouraging working from home | ενθάρρυνση της εργασίας από το σπίτι |
endemic virus | ενδημικός ιός |
endothelial damage | καταστροφή του ενδοθηλίου |
endothelium | ενδοθήλιο |
enhancing EU economic and industrial resilience and sovereignty | ενίσχυση της ευρωπαϊκής οικονομικής και βιομηχανικής επανατακτικότητας και κυριαρχίας |
entertainment sector | τομέας ψυχαγωγίας |
entry screening | διαλογή εισόδου |
epidemic curve, epi curve | επιδημιακή καμπύλη, επιδημική καμπύλη |
epidemic outbreak | έκρηξη επιδημίας, ξέσπασμα επιδημίας |
epidemic | επιδημία |
epidemic | επιδημικός, επιδημιακός |
epidemiological data, epidemiology data | επιδημιολογικά δεδομένα |
epidemiological index | επιδημιολογικός δείκτης |
epidemiological load | επιδημιολογικό φορτίο |
epidemiological study | επιδημιολογική μελέτη |
epidemiological surveillance report | έκθεση επιδημιολογικής επιτήρησης |
epidemiological surveillance | επιδημιολογική επιτήρηση |
epidemiological | επιδημιολογικός |
epidemiology data | επιδημιολογικά δεδομένα |
epidemiology | επιδημιολογία |
established safety procedures | προκαθορισμένες διαδικασίες ασφαλείας |
EU health strategy | στρατηγική υγείας της ΕΕ |
EU Recovery Fund | Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης, Ευρωενωσιακό Ταμείο Ανάκαμψης |
European Centre for Disease Prevention and Control, European CDC | Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων, ECDC |
European Mortality Monitoring, EuroMOMO | Ευρωπαϊκή Παρακολούθηση της Θνησιμότητας, EuroMOMO |
European recovery from coronavirus crisis | ευρωπαϊκή ανάκαμψη από την κρίση του κορονοϊού |
EVA algorithm | αλγόριθμος EVA, αλγόριθμος ΕΥΑ |
EVA project | έργο EVA, έργο ΕΥΑ |
events | εκδηλώσεις |
example for imitation | πρότυπο μίμησης |
exhaling | εκπνοή |
exponential growth in case numbers | εκθετική αύξηση του αριθμού κρουσμάτων |
exponential growth rate | εκθετικός ρυθμός αύξησης |
exposure to a pathogen | έκθεση σε παθογόνο |
exposure to SARS-CoV-2, exposure to severe acute respiratory syndrome coronavirus 2 (event), exposure to severe acute respiratory syndrome coronavirus 2 | έκθεση σε SARS-CoV-2, έκθεση σε κορονοϊό 2 που προξενεί σοβαρό οξύ αναπνευστικό σύνδρομο (συμβάν), έκθεση σε κορονοϊό 2 που προξενεί σοβαρό οξύ αναπνευστικό σύνδρομο |
extensive exposure | εκτεταμένη έκθεση |
extracurricular group activities | εξωσχολικές ομαδικές δραστηριότητες |
extubation | αποσωλήνωση, αποδιασωλήνωση |
eye protection | οφθαλμική προστασία |
face mask with rubber bands | μάσκα με ελαστικούς ιμάντες |
face mask with ties | μάσκα με κορδόνια |
face protection | προστασία προσώπου |
face shield | προσωπίδα, ασπίδα προσώπου |
facemask meant for a healthcare worker | μάσκα προσώπου για υγειονομικό προσωπικό |
face-to-face contact with a COVID-19 case within 2 metres and > 15 minutes | επαφή πρόσωπο με πρόσωπο με περιστατικό COVID-19 σε απόσταση μικρότερη των 2 μέτρων και για περισσότερο από 15 λεπτά |
fatal infection | θανατηφόρος λοίμωξη |
fatality rate | δείκτης θνητότητας |
fatality | θνητότητα |
fatigue | καταβολή |
fear | φόβος |
feces | κόπρανα |
fever | πυρετός |
financial assistance | χρηματοοικονομική βοήθεια |
fine | πρόστιμο |
first COVID-19 death | πρώτος θάνατος από COVID-19 |
first dose of adenovirus 26 | πρώτη δόση με τον αδενοϊό 26 |
first line of defense against infections | πρώτη γραμμή άμυνας κατά των λοιμώξεων |
flatten the curve, plank the curve {Ca} | απλώνω την καμπύλη, οριζοντιώνω την καμπύλη, χαμηλώνω την καμπύλη {Ca} |
flattening the curve of the pandemic | άπλωμα της καμπύλης της πανδημίας |
flattening the curve | άπλωμα της καμπύλης |
fluid repellent | υγροαπωθητικό |
focus of transmission | εστία μετάδοσης |
foot shake, foot-to-foot greeting, foot tap, Wuhan shake | ποδαψία |
free-time management | διαχείριση ελεύθερου χρόνου |
freezing or deep-freezing conditions | συνθήκες ψύξης ή κατάψυξης |
French–German Initiative for the European recovery from coronavirus crisis | Γαλλογερμανική Πρωτοβουλία για την ευρωπαϊκή ανάκαμψη από την κρίση του κορονοϊού |
front of the mask | μπροστινό μέρος της μάσκας |
front-line staff | προσωπικό πρώτης γραμμής |
future perspective | προοπτική για το μέλλον |
Gamaleya Institute of Epidemiology and Microbiology {in Moscow} | Ινστιτούτο Επιδημιολογίας και Μικροβιολογίας Gamaleya {στη Μόσχα} |
game | παιχνίδι |
garbage bag | σακούλα απορριμμάτων |
gatherings | συγκεντρώσεις |
gender of COVID-19 fatalities | φύλο των θανόντων από COVID-19 |
general measures for prevention of infection transmission | γενικά μέτρα πρόληψης μετάδοσης λοιμώξεων |
geographical dispersion | γεωγραφική διασπορά |
geographical distribution | γεωγραφική κατανομή |
geographical spread | γεωγραφική εξάπλωση |
good hygiene practice | καλή τήρηση των μέτρων υγιεινής |
good sleep hygiene | καλή υγιεινή ύπνου |
gradual lifting of measures | σταδιακή άρση των μέτρων |
gradual return to normalcy | σταδιακή επιστροφή στην κανονικότητα |
gradually building immunity | σταδιακή ανάπτυξη ανοσίας, σταδιακό «χτίσιμο» ανοσίας |
gravity of the pandemic | βαρύτητα της πανδημίας |
Greek national health system, ESY | Εθνικό Σύστημα Υγείας, ΕΣΥ |
grocery | παντοπωλείο |
group of viruses | ομάδα ιών |
guidelines | κατευθυντήριες οδηγίες |
hair salon | κομμωτήριο |
hand disinfectant | απολυμαντικό χεριών |
hand hygiene | υγιεινή των χεριών |
hand sanitizer | απολυμαντικό χεριών |
hand washing | πλύσιμο χεριών |
handle specimens from COVID-19 cases | χειρίζομαι κλινικά δείγματα από περιστατικά COVID-19 |
handle the crisis | διαχειρίζομαι την κρίση |
handling of suspected case of COVID- 19 | διαχείριση ύποπτου κρούσματος COVID-19 |
handling of suspected case of new coronavirus SARS-CoV-2 infection | διαχείριση ύποπτου κρούσματος με λοίμωξη από το νέο κορονοϊό SARS–CoV-2 |
haphephobia, haptephobia, haptophobia | απτοφοβία, αφηφοβία |
health condition | κατάσταση υγείας |
health services | υπηρεσίες υγείας |
health structure | δομή υγείας |
healthcare crisis | κρίση υγειονομικής περίθαλψης |
healthcare personnel | προσωπικό υπηρεσιών υγείας |
healthcare professional | επαγγελματίας υγείας |
healthcare protocol | υγειονομικό πρωτόκολλο |
health-care service provision | παροχή υπηρεσιών υγείας |
healthcare system capacity | δυναμικότητα συστήματος υγειονομικής περίθαλψης, δυναμικότητα συστήματος υγείας |
healthcare system saturation threshold | κατώφλιο κορεσμού συστήματος υγείας, όριο κορεσμού συστήματος υγείας |
healthcare system saturation | κορεσμός συστήματος υγειονομικής περίθαλψης, κορεσμός συστήματος υγείας |
healthcare system | σύστημα υγειονομικής περίθαλψης, σύστημα υγείας |
healthcare unit | μονάδα υπηρεσιών υγείας, υγειονομική μονάδα |
healthcare worker, HCW | επαγγελματίας υγείας |
healthy adult | υγιής ενήλικας |
heart complication | καρδιακή επιπλοκή |
herd immunity, community immunity | ανοσία αγέλης, ανοσία κοινότητας |
high protection mask with an exhaling valve | μάσκα υψηλής αναπνευστικής προστασίας με βαλβίδα εκπνοής |
high protection mask without an exhaling valve | μάσκα υψηλής αναπνευστικής προστασίας χωρίς βαλβίδα εκπνοής |
high risk | υψηλή διακινδύνευση |
high-protection mask (FFP3) | μάσκα υψηλής αναπνευστικής προστασίας (FFP3) |
high-risk group | ομάδα υψηλής διακινδύνευσης, ομάδα υψηλού κινδύνου, ευπαθής ομάδα |
HIV disease | νόσος HIV |
home care | φροντίδα στο σπίτι |
Hospital Infections Control Committee | Επιτροπή Νοσοκομειακών Λοιμώξεων |
hospital waiting room | αίθουσα αναμονής νοσοκομείου |
hospital | νοσοκομείο |
hospitalization | νοσηλεία |
hospitalized | νοσηλευόμενος |
host cell | κύτταρο ξενιστής |
household chlorine solution | διάλυμα οικιακής χλωρίνης |
hygiene measure | μέτρο υγιεινής |
hyper-inflammatory syndrome | υπερφλεγμονώδες σύνδρομο |
hypoxemia | υποξαιμία, υποξυγοναιμία |
hypoxia | υποξία |
identification of suspected cases | αναγνώριση ύποπτων κρουσμάτων |
immediate oxygen therapy | άμεση οξυγονοθεραπεία |
immune system | ανοσοποιητικό σύστημα |
immunity | ανοσία |
immunodeficiency | ανοσοανεπάρκεια |
immunological memory, immune memory, immunomemory | ανοσιακή μνήμη |
immunoresponse, immune response | ανοσοαπόκριση, ανοσολογική απόκριση |
immunosuppression, immunodepression | ανοσοκαταστολή |
implementation of measures against spread of the disease | εφαρμογή μέτρων πρόληψης εξάπλωσης της νόσου |
implementing standard precautions | εφαρμογή βασικών προφυλάξεων |
imported case | εισαγόμενο κρούσμα |
in vitro study | μελέτη in vitro |
incubation period | περίοδος επώασης |
incubation | επώαση |
index case | αρχικό κρούσμα, κρούσμα δείκτης |
indication of transmission | ένδειξη μετάδοσης |
indirect contact transmission | μετάδοση (μέσω) έμμεσης επαφής |
infect | μολύνω |
infected person | μολυσμένο άτομο |
infectiologist, infectologist, infectious disease physician, infectious disease specialist | λοιμωξιολόγος |
infectiology, infectology | λοιμωξιολογία |
infection fatality ratio, IFR | δείκτης θνητότητας λοίμωξης |
infection prevention and control, IPC | πρόληψη και έλεγχος λοίμωξης |
infection severity | βαρύτητα της λοίμωξης, σοβαρότητα της λοίμωξης |
infection trajectory | τροχιά μόλυνσης |
infection1 | μόλυνση2 |
infection2 | λοίμωξη |
infective patient | μεταδοτικός ασθενής |
influenza vaccine | αντιγριπικό εμβόλιο |
inhaled interferon-alpha, IFN-α | ιντερφερόνη-α υπό μορφή εισπνοών, IFN-α υπό μορφή εισπνοών |
inpatient care | ενδονοσοκομειακή φροντίδα, ενδονοσοκομειακή περίθαλψη |
inside the elbow | με το εσωτερικό του αγκώνα |
intense emotional response | έντονη συναισθηματική αντίδραση |
intensifying controls | εντατικοποίηση των ελέγχων |
intensive care unit, ICU | μονάδα εντατικής θεραπείας, ΜΕΘ |
intensive care | εντατική θεραπεία |
interferon | ιντερφερόνη |
interpret facts | ερμηνεύω τα γεγονότα |
intervention programme | πρόγραμμα παρέμβασης |
intubate | διασωληνώνω, ενσωληνώνω |
intubated | διασωληνωμένος, ενσωληνωμένος |
intubation | διασωλήνωση, ενσωλήνωση |
isolation at home | απομόνωση στο σπίτι |
isolation at the hospital | απομόνωση στο νοσοκομείο |
isolation measure | μέτρο απομόνωσης |
isolation | απομόνωση |
isopropyl alcohol | ισοπροπυλική αλκοόλη |
Johnson & Johnson vaccine | εμβόλιο της Johnson & Johnson |
lab test | εργαστηριακή δοκιμή, εργαστηριακή δοκιμασία, εργαστηριακό τεστ |
laboratory confirmation | εργαστηριακή επιβεβαίωση |
laboratory confirmed case, laboratory- confirmed case | εργαστηριακά επιβεβαιωμένο κρούσμα |
laboratory investigation | εργαστηριακός έλεγχος |
laboratory sample | εργαστηριακό δείγμα |
laboratory testing | εργαστηριακές δοκιμές, εργαστηριακή δοκιμασία, εργαστηριακά τεστ |
laboratory worker | εργαζόμενος σε εργαστήριο |
large urban centre | μεγάλο αστικό κέντρο |
lethality of COVID-19 | φονικότητα της COVID-19 |
lifting of measures | άρση μέτρων |
limiting the spread of the virus | περιορισμός της εξάπλωσης του ιού |
limits on crowd size | όρια στο πλήθος ατόμων |
linear scale | γραμμική κλίμακα |
linen | λινό ύφασμα |
live contact | διά ζώσης επαφή |
local epidemic | τοπική επιδημία |
local lockdown | τοπικό (γενικό) κλείσιμο |
local transmission | τοπική μετάδοση |
lockdown {n.} | γενικό κλείσιμο |
lockdown {v.} | εφαρμόζω γενικό κλείσιμο |
lockdown measures | μέτρα γενικού κλεισίματος |
lockdown rules | κανόνες γενικού κλεισίματος |
logarithmic scale | λογαριθμική κλίμακα |
lopinavir | λοπιναβίρη |
lopinavir/ritonavir | λοπιναβίρη/ριτοναβίρη |
lunch | μεσημεριανό γεύμα |
lung disease | πνευμονοπάθεια |
lung | πνεύμονας |
lymphocytes | λεμφοκύτταρο |
machine learning | μηχανομάθηση |
main transmission | κύρια μετάδοση |
malignancy | κακοήθεια |
manage the outbreak (of the pandemic) | διαχειρίζομαι την έκρηξη (της πανδημίας), διαχειρίζομαι το ξέσπασμα (της πανδημίας) |
mandatory isolation | υποχρεωτική απομόνωνση |
mandatory quarantine | υποχρεωτική καραντίνα |
mandatory use of face mask | υποχρεωτική χρήση μάσκας |
mass events | μαζικές εκδηλώσεις |
mean incubation period | μέση περίοδος επώασης |
means of mass transportation | μέσα μαζικής μεταφοράς, ΜΜΜ |
measures against virus spreading | μέτρα κατά της εξάπλωσης του ιού |
measures for preventing the transmission and spread of the novel coronavirus | μέτρα για την πρόληψη της μετάδοσης και εξάπλωσης του νέου κορονοϊού |
measures for prevention and control of SARS-CoV-2 infection | μέτρα πρόληψης και ελέγχου της λοίμωξης από τον ιό SARS–CoV-2 |
measures of self-protection | μέτρα ατομικής προστασίας |
meat market | αγορά κρεάτων |
meat product | προϊόν κρέατος |
median age | διάμεση ηλικία |
median incubation period | διάμεση περίοδος επώασης |
medical advice | ιατρικές συμβουλές |
medical attention | ιατρική παρακολούθηση |
medical equipment | ιατρικός εξοπλισμός |
medical evaluation | ιατρική αξιολόγηση |
medical staff | ιατρικό προσωπικό |
medication | φαρμακευτική αγωγή |
medicine side effect | παρενέργεια φαρμάκου |
meeting room | αίθουσα συσκέψεων |
meetings at friends’ houses | συναντήσεις σε σπίτια φίλων |
mental disorder | νοητική δυσλειτουργία |
mental health protection | προστασία της ψυχικής υγείας |
MERS virus | ιός MERS |
microorganism | μικροοργανισμός |
microscopic findings | μικροσκοπικά ευρήματα |
microthrombosis | μικροθρόμβωση |
mild flu symptoms | ήπια γριπώδη συμπτώματα |
mild symptom | ήπιο σύμπτωμα, ελαφρύ σύμπτωμα |
mild symptomatology | ήπια συμπτωματολογία |
mild symptoms of respiratory infection | ήπια συμπτώματα λοίμωξης του αναπνευστικού |
misinformation | παραπληροφόρηση |
moderate risk | μέτρια διακινδύνευση |
moderate to intensive physical practice | μέτρια έως έντονη φυσική άσκηση |
molecular test | μοριακή δοκιμή, μοριακό τεστ, μοριακή δοκιμασία |
monitor one’s health | παρακολουθώ την υγεία κάποιου (ατόμου) |
monitoring period | περίοδος παρακολούθησης |
monoclonal antibody | μονόκλωνο αντίσωμα, μονοκλωνικό αντίσωμα |
morbidity | νοσηρότητα |
mortality risk, death risk | διακινδύνευση θανάτου, κίνδυνος θανάτου |
mortality | θνησιμότητα |
multi-systemic inflammatory syndrome | πολυσυστημικό φλεγμονώδες σύνδρομο |
multi-use mask | μάσκα πολλαπλής χρήσης |
muscle pain | μυαλγία |
nasal congestion | ρινική συμφόρηση |
national infection trajectory | εθνική τροχιά μόλυνσης |
National Public Health Organization, NPHO, EODY | Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας, ΕΟΔΥ |
natural antibodies | φυσικά αντισώματα |
necessary actions | απαραίτητες ενέργειες |
necessary confinement measures | αναγκαία μέτρα περιοριστικά της ελευθερίας |
necessary physical activity | απαραίτητη φυσική δραστηριότητα |
negative economic and social consequences | αρνητικές οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις |
negative molecular test | αρνητική μοριακή δοκιμή, αρνητικό μοριακό τεστ, αρνητική μοριακή δοκιμασία |
negative pressure capsule | κάψουλα αρνητικής πίεσης, θαλαμίσκος αρνητικής πίεσης |
negative sample | αρνητικό δείγμα |
negative-pressure room, negative- pressure chamber | θάλαμος αρνητικής πίεσης |
neovascularization | νεοαγγείωση |
nephropathy | νεφροπάθεια |
new everyday routine | νέα καθημερινή ρουτίνα |
non-close contact | μη στενή επαφή |
noncommunicable disease | μη μεταδοτική νόσος |
non-contact greeting | ανέπαφος χαιρετισμός |
non-contagious | μη μεταδοτικός |
non-essential movement | μη απαραίτητη μετακίνηση, μη ουσιώδης μετακίνηση, άσκοπη μετακίνηση |
non-essential shop | μη απαραίτητο κατάστημα, μη ουσιώδες κατάστημα |
non-essential travel | μη ουσιώδες ταξίδι, μη απαραίτητο ταξίδι |
non-invasive ventilation | μη επεμβατικός μηχανικός αερισμός |
non-surgical mask | μη χειρουργική μάσκα |
non-visitor case, domestic case | μη εισαγόμενο κρούσμα, εγχώριο κρούσμα |
nosocomial infection | νοσοκομειακή λοίμωξη |
novel coronavirus (COVID-19) | νέος κορονοϊός (της COVID-19) |
novel coronavirus SARS-CoV-2 infection | λοίμωξη από τον νέο κορονοϊό SARS-CoV-2 |
novel coronavirus SARS-CoV-2 | νέος κορονοϊός SARS-CoV-2 |
number of cases and fatalities | αριθμός κρουσμάτων και θανάτων |
number of employees exposed to infection | αριθμός υπαλλήλων που εκτίθενται στη λοίμωξη |
number of new cases | αριθμός νέων κρουσμάτων |
number of tests per entry point | αριθμός δοκιμών ανά σημείο εισόδου, αριθμός των τεστ ανά σημείο εισόδου |
nursing home | μονάδα φροντίδας |
obesity | παχυσαρκία |
observe the protocol | τηρώ το πρωτόκολλο |
observed overall CFR | παρατηρούμενος ολικός CFR |
officially certified laboratory | επίσημα πιστοποιημένο εργαστήριο |
one’s doctor, treating physician | θεράπων ιατρός |
ongoing community transmission | εξελισσόμενη μετάδοση στην κοινότητα |
ongoing of the disease | εξέλιξη της νόσου |
organized educational procedure | οργανωμένη εκπαιδευτική διαδικασία |
outbreak | έκρηξη, ξέσπασμα |
overexposure to news | υπερβολική έκθεση σε ειδήσεις |
oximeter | οξύμετρο |
painting | ζωγραφική |
pandemic epicentre | επίκεντρο πανδημίας |
pandemic outbreak | έκρηξη πανδημίας, ξέσπασμα πανδημίας |
pandemic | πανδημία |
panicdemic | πανικοδημία |
partial lifting of measures | μερική άρση μέτρων |
pass the threshold of 100 confirmed cases | υπερβαίνω το κατώφλιο των 100 επιβεβαιωμένων κρουσμάτων |
passenger assistant | βοηθός επιβατών |
passenger locator form, PLF | έντυπο εντοπισμού επιβάτη, PLF |
passenger transport station | επιβατικός σταθμός |
pathogen | παθογόνο |
patient in critical condition | ασθενής σε κρίσιμη κατάσταση |
patient in hospital | νοσηλευόμενος ασθενής |
patient management | διαχείριση των ασθενών |
patient zero | ασθενής μηδέν |
patients in chronic care units | ασθενείς φιλοξενούμενοι σε μονάδες χρονίως πασχόντων |
patients in elderly care units | ασθενείς φιλοξενούμενοι σε μονάδες ηλικιωμένων |
patients in hospitals | ασθενείς νοσηλευόμενοι |
patients with diabetes mellitus | ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη |
patients with heart conditions | ασθενείς με καρδιοπάθειες, καρδιοπαθείς |
patients with liver conditions | ασθενείς με ηπατοπάθειες |
patients with lung conditions | ασθενείς με πνευμονοπάθειες |
PCR test | δοκιμή PCR, δοκιμή αλυσιδωτής αντίδρασης πολυμεράσης |
penalty for non-compliance | ποινή για μη συμμόρφωση |
personal hygiene measures | μέτρα ατομικής υγιεινής |
personal protection equipment, PPE | μέσα ατομικής προστασίας (ΜΑΠ), εξοπλισμός ατομικής προστασίας (ΕΑΠ) |
personal protective equipment | εξοπλισμός ατομικής προστασίας |
person-to-person transmission | μετάδοση από άτομο σε άτομο |
pharmaceutical substance | φαρμακευτική ουσία |
phase I clinical trial | κλινική δοκιμή φάσης I |
phase II clinical trial | κλινική δοκιμή φάσης II |
phase III clinical trial | κλινική δοκιμή φάσης III |
physical distance | φυσική απόσταση |
physical distancing | φυσική αποστασιοποίηση, σωματική αποστασιοποίηση |
placing hard limits on the size of crowds at events | θέση αυστηρών ορίων στο πλήθος ατόμων σε εκδηλώσεις |
pneumonia | πνευμονία |
polymerase chain reaction, PCR | αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης, PCR |
population-based seroepidemiological study | πληθυσμιακή οροεπιδημιολογική μελέτη |
portable diagnostic equipment | φορητός διαγνωστικός εξοπλισμός |
portable X-ray equipment | φορητός ακτινολογικός εξοπλισμός |
positive sample | θετικό δείγμα |
possibility of infection | πιθανότητα μόλυνσης |
potential route of transmission | δυνητική οδός μετάδοσης |
potential vaccine | δυνητικό εμβόλιο |
pre-boarding Passenger Locator Form, pre-boarding PLF, pre-boarding information form | προ-επιβίβασης έντυπο εντοπισμού επιβάτη, προ- επιβίβασης PLF |
precarious healthcare system | επισφαλές σύστημα υγειονομικής περίθαλψης |
preclinical vaccine trial | προκλινική δοκιμή του εμβολίου |
pressure on the healthcare system | πίεση στο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης |
presymptomatic | προσυμπτωματικός |
prevalence of asymptomatic COVID-19 cases | επιπολασμός ασυμπτωματικών κρουσμάτων COVID-19 |
prevalence | επιπολασμός |
prevention of the new coronavirus transmission and spread | πρόληψη της μετάδοσης και εξάπλωσης του νέου κορονοϊού |
primary caregivers | πρωταρχικά πρόσωπα φροντίδας |
primary case | πρωτογενές κρούσμα, πρωτογενές περιστατικό |
primary way of transmission | κύριος τρόπος μετάδοσης |
private clinic | ιδιωτική κλινική, ιδιωτικό θεραπευτήριο |
private practice | ιατρείο |
probable case | πιθανό κρούσμα, πιθανό περιστατικό |
procession | πομπή, παρέλαση |
produce in liquid form | παράγω σε υγρή μορφή |
produce in solid form | παράγω σε στερεή μορφή |
proper stimuli | κατάλληλα ερεθίσματα |
psoriasis | ψωρίαση |
public health | δημόσια υγεία |
public immunisation | δημόσια ανοσοποίηση |
public’s implementation of measures | εφαρμογή των μέτρων από το κοινό |
pulmonary alveolus {pl. pulmonary alveoli} | πνευμονική κυψελίδα |
quarantine {n.} | καραντίνα |
quarantine {v.} | θέτω σε καραντίνα |
quarantining | θέση σε καραντίνα |
randomized clinical study | τυχαιοποιημένη κλινική μελέτη |
rapid antibody test | ταχύ τεστ αντισωμάτων, ταχεία δοκιμή αντισωμάτων, ταχεία δοκιμασία αντισωμάτων |
rate of spread in the community | ρυθμός εξάπλωσης στην κοινότητα |
raw meat | ωμό κρέας |
receipt of laboratory sample | λήψη εργαστηριακού δείγματος |
receipt of sample | λήψη δείγματος |
received a vaccine | εμβολιάζομαι, λαμβάνω εμβόλιο, κάνω εμβόλιο |
recently contaminated surfaces | πρόσφατα μολυσμένες επιφάνειες |
recover without need for treatment | αναρρώνω χωρίς ανάγκη θεραπείας |
referral hospital | νοσοκομείο αναφοράς |
refuse to comply with the measures | αρνούμαι να συμμορφωθώ με τα μέτρα |
regional unit of the country | περιφερειακή ενότητα της χώρας |
registered deaths of COVID-19 per million people | καταγεγραμμένοι θάνατοι από COVID-19 ανά εκατομμύριο ανθρώπων |
relax the rules | χαλαρώνω τους κανόνες |
relaxation of measures | χαλάρωση των μέτρων |
relieve symptoms | ανακουφίζω τα συμπτώματα |
religious procession | λιτανεία |
remdesivir | ρεμντεσιβίρη |
remote educational activities (e- learning) | εκπαιδευτικές δραστηριότητες εξ αποστάσεως (ηλ- μάθηση) |
remote educational activities | εκπαιδευτικές δραστηριότητες εξ αποστάσεως |
reported case | αναφερθέν κρούσμα, κρούσμα που έχει αναφερθεί |
respect the rules | τηρώ τους κανόνες |
respecting the lockdown rules | τήρηση των κανόνων γενικού κλεισίματος |
respirator | αναπνευστήρας |
respiratory droplets | σταγονίδια της εκπνοής |
respiratory failure | αναπνευστική ανεπάρκεια |
respiratory hygiene | αναπνευστική υγιεινή |
respiratory infection | αναπνευστική λοίμωξη, λοίμωξη του αναπνευστικού συστήματος |
respiratory secretions | αναπνευστικές εκκρίσεις |
respiratory tract infection | λοίμωξη της αναπνευστικής οδού, λοίμωξη του αναπνευστικού συστήματος |
respiratory virus | αναπνευστικός ιός |
respond to the outbreak (of the pandemic) | αποκρίνομαι στην έκρηξη (της πανδημίας), αποκρίνομαι στο ξέσπασμα (της πανδημίας) |
response to the outbreak (of the pandemic) | απόκριση στην έκρηξη (της πανδημίας), απόκριση στο ξέσπασμα (της πανδημίας) |
restaurant | εστιατόριο |
resting | ξεκούραση |
restriction of movement | περιορισμός των μετακινήσεων |
restriction of virus spread | περιορισμός της εξάπλωσης του ιού |
retesting | επαναδοκιμή, επαναδοκιμασία, επανέλεγχος |
return to normalcy | επιστροφή στην κανονικότητα |
return to partial normalcy | επιστροφή σε μερική κανονικότητα |
ribavirin | ριμπαβιρίνη |
risk factor | παράγοντας διακινδύνευσης, παράγοντας κινδύνου |
risk of infection | διακινδύνευση μόλυνσης, κίνδυνος μόλυνσης |
risk of transmission of coronavirus | διακινδύνευση μετάδοσης κορονοϊού, κίνδυνος μετάδοσης κορονοϊού |
ritonavir | ριτοναβίρη |
running water | τρεχούμενο νερό |
runny nose | καταρροή |
Russian COVID-19 vaccine | ρωσικό εμβόλιο κατά της COVID-19, ρωσικό εμβόλιο COVID-19 |
safe and protected environment | ασφαλές και προστατευμένο περιβάλλον |
saliva | σάλιο |
sample | δείγμα |
SARS-CoV-2 specific proteins | ειδικές πρωτεΐνες του ιού SARS-CoV-2 |
SARS-CoV-2 vaccination, severe acute respiratory syndrome coronavirus 2 vaccination (procedure), severe acute respiratory syndrome coronavirus 2 vaccination, COVID-19 vaccination | εμβολιασμός κατά του SARS-CoV-2, εμβολιασμός κατά του κορονοϊού 2 σοβαρού οξέος αναπνευστικού συνδρόμου (διαδικασία), εμβολιασμός κατά του κορονοϊού 2 σοβαρού οξέος αναπνευστικού συνδρόμου, εμβολιασμός κατά της COVID-19 |
SARS-CoV-2, severe acute respiratory syndrome coronavirus 2 (organism), severe acute respiratory syndrome coronavirus 2 | SARS-CoV-2, κορονοϊός 2 που προξενεί σοβαρό οξύ αναπνευστικό σύνδρομο (οργανισμός), κορονοϊός 2 που προξενεί σοβαρό οξύ αναπνευστικό σύνδρομο |
school programme | σχολικό πρόγραμμα |
school units | σχολικές μονάδες |
seasonal flu peak | φάση έξαρσης της εποχικής γρίπης |
seasonal flu, seasonal influenza | εποχική γρίπη |
secondary case | δευτερογενές κρούσμα |
section of the aircraft | τμήμα του αεροσκάφους |
selective testing | επιλεκτική δοκιμασία, επιλεκτικές δοκιμές, επιλεκτικά τεστ |
self-isolation at home | αυτοαπομόνωση στο σπίτι |
self-isolation | αυτοαπομόνωση |
self-quarantine, voluntary quarantine | αυτο-καραντίνα, αυτόβουλη καραντίνα, εθελούσια καραντίνα, εθελοντική καραντίνα, οικειοθελής καραντίνα |
sensation of suffocation | αίσθημα πνιγμονής |
separate waiting and examination area | ξεχωριστός χώρος αναμονής και εξέτασης |
sepsis | σήψη |
septic shock | σηπτικό σοκ |
serious side effect | σοβαρή παρενέργεια |
seroepidemiological study | οροεπιδημιολογική μελέτη |
serology test | οροδιαγνωστική δοκιμή, οροδιαγνωστικό τεστ, οροδιαγνωστική δοκιμασία |
severe acute respiratory illness, SARI | σοβαρή οξεία λοίμωξη του αναπνευστικού |
severe chronic underlying condition | σοβαρή χρόνια υποκείμενη νόσος |
severe immunosuppression | σοβαρή ανοσοκαταστολή |
severe social distancing measures | αυστηρά μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης |
severe symptom | σοβαρό σύμπτωμα |
severity of clinical condition | βαρύτητα της κλινικής εικόνας, σοβαρότητα της κλινικής εικόνας |
severity of symptoms | σοβαρότητα συμπτωμάτων |
shop | εμπορικό κατάστημα |
shopping centre | εμπορικό κέντρο |
show symptoms | εμφανίζω συμπτώματα |
silent hypoxia | σιωπηλή υποξία |
silk fabric | μεταξωτό ύφασμα |
slow the rate of infection | επιβραδύνω τον ρυθμό μόλυνσης |
small animals | μικρά ζώα |
sneeze inside one’s elbow | φταρνίζομαι στον αγκώνα μου |
sneeze, sneezing | φτάρνισμα |
soap | σαπούνι |
social distancing measures | μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης |
social distancing | κοινωνική αποστασιοποίηση |
social media | μέσα κοινωνικής δικτύωσης |
sodium hypochlorite solution | διάλυμα υποχλωριώδους νατρίου |
sore throat | κυνάγχη, πονόλαιμος |
source of transmission | πηγή μετάδοσης |
speeding up the green and digital transitions | επιτάχυνση της πράσινης και της ψηφιακής μετάβασης |
spike in domestic infections | αιχμή εγχώριων λοιμώξεων, έξαρση εγχώριων λοιμώξεων |
spike in infections | αιχμή λοιμώξεων, έξαρση λοιμώξεων |
spouse | σύζυγος |
spread control and prevention measures | μέτρα ελέγχου και πρόληψης της εξάπλωσης |
spread in the community, community spread | εξάπλωση στην κοινότητα |
spread of pathogens | εξάπλωση παθογόνων μικροοργανισμών |
spread | εξάπλωση |
Sputnik V vaccine | εμβόλιο Σπούτνικ V |
sputum | πτύελα |
standard precautions | βασικές προφυλάξεις |
standard surgical mask | απλή χειρουργική μάσκα |
standard waking up time | σταθερή ώρα πρωινής έγερσης |
staying at home | παραμονή στο σπίτι |
sterilization of medical equipment | αποστείρωση του ιατρικού εξοπλισμού |
stethoscope | στηθοσκόπιο |
stress | άγχος |
stressful period | στρεσογόνος περίοδος |
suffocation | πνιγμονή |
Summit supercomputer {IBM} | υπερυπολογιστής Summit {της IBM} |
super-market | σουπερμάρκετ |
superspreader | υπερμεταδότης |
supportive care | υποστηρικτική φροντίδα |
SURE instrument | εργαλείο SURE |
surface cleanser | υγρό καθαρισμού επιφανειών |
surgical mask | χειρουργική μάσκα |
suspect case | ύποπτο κρούσμα |
suspected case criteria | κριτήρια ύποπτου κρούσματος |
suspected case of infection | ύποπτο κρούσμα λοίμωξης |
suspected COVID-19, suspected disease caused by severe acute respiratory coronavirus 2 (situation), suspected disease caused by severe acute respiratory coronavirus 2, suspected disease caused by SARS- CoV-2 | ύποπτη COVID-19, ύποπτη ασθένεια/νόσος προκαλούμενη από κορονοϊό 2 που προξενεί σοβαρό οξύ αναπνευστικό σύνδρομο (κατάσταση), ύποπτη ασθένεια/νόσος προκαλούμενη από κορονοϊό 2 που προξενεί σοβαρό οξύ αναπνευστικό σύνδρομο, ύποπτη ασθένεια/νόσος προκαλούμενη από SARS-CoV-2 |
suspected infection | ύποπτη λοίμωξη |
symptom compatible with COVID-19 infection | σύμπτωμα συμβατό με λοίμωξη COVID-19 |
symptom | σύμπτωμα |
symptomatic case | συμπτωματικό κρούσμα |
symptomatic patient | συμπτωματικός ασθενής |
symptomatic phase of the disease | συμπτωματική φάση της νόσου |
symptomatic treatment | συμπτωματική θεραπεία |
symptomatic | συμπτωματικός |
symptomatology | συμπτωματολογία |
symptoms of respiratory infection | συμπτωματολογία λοίμωξης του αναπνευστικού συστήματος |
talking | ομιλία |
technical approach | τεχνική προσέγγιση |
temperature measurement screening | διαλογή με θερμομέτρηση |
temperature measurement | θερμομέτρηση |
temporary Support to mitigate Unemployment Risks in an Emergency, SURE | Προσωρινή στήριξη για τον μετριασμό των κινδύνων ανεργίας σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, SURE |
test and isolate contacts | ελέγχω και απομονώνω τις επαφές |
test positive (for the virus) {v.} | βρίσκομαι θετικός στη δοκιμή (για τον ιό), βρίσκομαι θετικός στο τεστ (για τον ιό) |
test | δοκιμή, δοκιμασία, τεστ |
the lab test comes out negative | το εργαστηριακό τεστ είναι αρνητικό, το εργαστηριακό τεστ βγαίνει αρνητικό |
the lab test comes out positive | το εργαστηριακό τεστ είναι θετικό, το εργαστηριακό τεστ βγαίνει θετικό |
therapeutic action | θεραπευτική δράση |
therapeutic approach | θεραπευτική προσέγγιση |
therapeutic protocol | θεραπευτικό πρωτόκολλο |
thermometer | θερμόμετρο |
thorough washing hands with water and soap or alcohol solution | καλό πλύσιμο των χεριών με νερό και σαπούνι ή αλκοολούχο διάλυμα |
three-dimensional structure of proteins | τριδιάστατη δομή των πρωτεϊνών |
thrombosis | θρόμβωση |
ticket machine | μηχάνημα για εισιτήριο |
tightly woven cotton fabric | βαμβακερό ύφασμα με πυκνή ύφανση |
timely diagnosis | έγκαιρη διάγνωση |
timely planning | έγκαιρος σχεδιασμός |
tissue sample | ιστικό δείγμα, δείγμα ιστού |
tissue | ιστός |
tissue | χαρτομάντιλο |
T-lymphocyte | λεμφοκύτταρο Τ |
top of the mask | πάνω μέρος της μάσκας |
total death toll | συνολικός φόρος αίματος |
total genome | ολικό γονιδίωμα |
total number of cases | συνολικός αριθμός κρουσμάτων |
touching one’s own mouth, nose or eyes | άγγιγμα του στόματος, της μύτης ή των ματιών |
tourism sector | τομέας τουρισμού |
trace contacts {v.} | ιχνηλατώ επαφές |
tracheal intubation | ενδοτραχειακή διασωλήνωση, ενδοτραχειακή ενσωλήνωση |
tracheotomy | τραχειοτομή |
trackable source | ιχνηλατήσιμη πηγή |
transmission and spread of the virus | μετάδοση και εξάπλωση του ιού |
transmission from human to human | μετάδοση από άνθρωπο σε άνθρωπο |
transmission | μετάδοση |
transmit the disease | μεταδίδω τη νόσο |
travel medicine | ταξιδιωτική ιατρική |
travel restriction | περιορισμός ταξιδιών |
travel restrictions | ταξιδιωτικοί περιορισμοί |
traveller’s risk profile | κατατομή διακινδύνευσης ταξιδιώτη, προφίλ ρίσκου ταξιδιώτη |
treat in hospital | νοσηλεύω σε νοσοκομείο |
treat intubated | νοσηλεύω διασωληνωμένο |
treated intubated | νοσηλευόμενος διασωληνωμένος |
treatment in hospital | νοσηλεία σε νοσοκομείο |
treatment | θεραπεία |
triage | διαλογή {κρουσμάτων} |
triage, recognition and isolation of suspected cases | διαλογή, αναγνώριση και απομόνωση ύποπτων κρουσμάτων {με λοίμωξη COVID-19} |
two-step vaccination | εμβολιασμός σε δύο στάδια, εμβολιασμός σε δύο βήματα |
underdiagnose | υποδιαγιγνώσκω, κάνω υποδιάγνωση |
underdiagnosis | υποδιάγνωση |
underlying chronic disease | υποκείμενο χρόνιο νόσημα |
underlying health condition | υποκείμενη κατάσταση υγείας |
underlying health issues | υποκείμενα προβλήματα υγείας |
underlying health of cases | υποκείμενη κατάσταση υγείας των κρουσμάτων |
undiagnosed case | αδιάγνωστο κρούσμα |
unlock the quarantine measures | αίρω τα μέτρα της καραντίνας |
unnecessary travels | μη απαραίτητα ταξίδια |
unprecedented challenge | πρωτοφανής πρόκληση |
upper respiratory system | ανώτερο αναπνευστικό σύστημα |
upper respiratory tract symptom | σύμπτωμα ανώτερης αναπνευστικής οδού |
use a mask | χρησιμοποιώ μάσκα |
use of PPE | χρήση ΜΑΠ, χρήση μέσων ατομικής προστασίας |
use of tissue paper when coughing or sneezing | χρήση χαρτομάντιλου για τον βήχα ή το φτέρνισμα |
using a mask | χρήση μάσκας |
using gloves does not replace hand washing | η χρήση γαντιών δεν υποκαθιστά το πλύσιμο των χεριών |
vaccination | εμβολιασμός |
vaccine for COVID-19 | εμβόλιο για την COVID-19 |
vaccine | εμβόλιο |
varying severity | ποικίλη σοβαρότητα |
vigilance | επαγρύπνηση |
viral change | ιογενής αλλαγή |
viral infection | ιογενής λοίμωξη |
viral load | ιικό φορτίο |
viral spread | εξάπλωση του ιού |
virulence of SARS-CoV-2 | λοιμογόνος δράση του SARS-CoV-2 |
virulence | λοιμοτοξικότητα, λοιμογόνος δράση, μολυσματικότητα |
virus spread in the community | εξάπλωση του ιού στην κοινότητα |
virus vector | φορέας του ιού |
virus | ιός |
virus-host interaction | αλληλεπίδραση ιού-ξενιστή |
visitor’s country of origin | χώρα προέλευσης επισκέπτη |
voluntarily present oneself for testing | προσέρχομαι/παρουσιάζομαι αυτοβούλως/εκουσίως/οικειοθελώς/εθελοντικά για δοκιμή/έλεγχο |
voluntarily submit oneself for testing | υποβάλλω εθελοντικά τον εαυτό μου σε δοκιμή, υποβάλλω εθελοντικά τον εαυτό μου σε τεστ |
voluntary quarantine | εθελοντική καραντίνα |
vulnerable group | ευάλωτη ομάδα |
vulnerable health care system | ευάλωτο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης |
vulnerable population | ευάλωτος πληθυσμός |
washing hands thoroughly | σχολαστικό πλύσιμο των χεριών |
water vapor | υδρατμός |
way of transmission | τρόπος μετάδοσης |
well-ventilated room | καλά αεριζόμενο δωμάτιο |
wide-spectrum protective glasses | προστατευτικά γυαλιά ευρέος φάσματος |
World Health Organization, WHO | Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, ΠΟΥ |
zoonosis | ζωονόσος |
zoonotic | ζωονοσογόνος |
XAM plan, Hand(washing)– Distance(keeping)–Mask(wearing) plan | Σχέδιο ΧΑΜ, Σχέδιο Χέρια (πλένουμε) – Αποστάσεις (κρατάμε) – Μάσκα (φοράμε) |