Υπερασπίστηκε τον «μύθο του Χριστιανόπουλου» μέχρι τέλους (Γράφει ο Απόστολος Λυκεσάς.)
Μοναχικός από άποψη και δηκτικός είχε πάντα μια ευθεία βολή ακόμα και εναντίον αυτών που επαινούσε. ● Καταπιάστηκε με τα περισσότερα είδη των γραμμάτων. ● Κρατήθηκε μακριά από τιμές και βραβεία, ήταν κοντά στους λαϊκούς ανθρώπους και διοχέτευε την αγάπη του στις γάτες και το ρεμπέτικο.
Εμβληματική φυσιογνωμία των τελευταίων 70 ετών, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος χρωμάτισε -με τη φυσική του παρουσία, τις απόψεις και τη δραστηριότητά του- την πνευματική και κοινωνική ζωή της Θεσσαλονίκης, την οποία δεν εγκατέλειψε ποτέ, παρά μόνο για τις ελάχιστες φορές που ταξίδεψε σε κάποια άλλη ελληνική πόλη. Πέθανε χθες σε ηλικία 89 ετών μετά από πολύχρονη ασθένεια στο σπίτι όπου κατοικούσε τα τελευταία είκοσι χρόνια, στις Σαράντα Εκκλησιές.
Τον «μύθο του Χριστιανόπουλου» τον υπερασπίστηκε μέχρι τέλους και μόνο λίγοι δεν ήταν αυτοί που «στράβωσαν τα μούτρα, γιατί εμφανίζομαι περισσότερο σε δημόσιες εκδηλώσεις από το ’95 και μετά. Ε, τι να κάνω αφού με καλούν, αφού τους αρέσω, αφού θα τους στεναχωρήσω αν τους αξίζει, αφού δεν με στεναχωρούν οι ίδιοι, γιατί να μην πάω;» απαντούσε ο ίδιος καγχάζοντας σε όσους περίμεναν ένα δημόσιο στραβοπάτημα.
Το όνομά του είναι ψευδώνυμο και το φέρει από το 1949, όταν υπέγραψε για πρώτη φορά έτσι. Η ταυτότητα έγραφε Κωνσταντίνος Δημητριάδης, γιος του Αναστάση Δημητριάδη και της Φανής, το γένος Αποστολίδου, γεννηθείς το 1931 στη Θεσσαλονίκη. Τα κατηχητικά της δεκαετίας του 1940 τον είχαν σημαδέψει, αν και κουβαλούσε μέσα του την αίρεση, τη διαφωνία, τη βλασφημία. Η πρώτη ποιητική συλλογή του «Εποχή των ισχνών αγελάδων»(1950) έκανε φίλους και γνωστούς από τον χώρο της Εκκλησίας «να ξινίσουν τα μούτρα», παρότι ο εναρκτήριος στίχος της ήταν «Κύριε, μην απορείς για την τόση μου πίστη». Όσο τον βαστούσαν εξάλλου τα πόδια του ο κυριακάτικος εκκλησιασμός τουλάχιστον ήταν αδιαπραγμάτευτος.
Μοναχικός από άποψη, φτωχός, πάμφτωχος για την ακρίβεια, από φιλοσοφία, τσουχτερός και δηκτικός, «εγώ είμαι τσιβί» όπως του άρεσε να αυτοπροσδιορίζεται, είχε πάντα μια ευθεία βολή ακόμα και εναντίον αυτών που επαινούσε «για να νοστιμεύει η συζήτηση».
Οι επηρμένοι και οι φαντασμένοι τον φοβούνταν και τον απέφευγαν, με οτιδήποτε δημόσιο και κρατικό είχε εχθρική σχέση, αρνιόταν τις τιμές και τα βραβεία, τις επιχορηγήσεις και τα φιλικά χτυπήματα στην πλάτη, τους «κουλτουριάρηδες» «που μόλις τους ξύσεις λίγο, βρίσκεις από κάτω τον μικροαστό που ζητάει να πάρει κάνα βραβειάκι…».
Αντιφατικός, ισορροπούσε διαρκώς ανάμεσα στην ηθικολογία και την πρόκληση της σαρκικής ασέβειας, τον εθνικισμό και τον διεθνισμό. Όσοι τον φοβούνταν, τον απέφευγαν στον δρόμο. Οι άλλοι τον λάτρευαν, αλλά όσο τον λάτρευαν και το έδειχναν, τόσο τους κέντριζε με πειράγματα που έχουν μείνει ιστορικά πλέον να κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα, διαδεδομένα από αυτούς που ήταν στόχος των πειραγμάτων, αφού θεωρούσαν τιμή τους να τους έχει πιάσει στο στόμα του «ο κ. Ντίνος».
Έπαινοι και λίβελοι προπορεύονταν της σκιάς του, τον συντρόφευαν σαν συνωμότες και πραιτοριανοί, τον ακολουθούσαν σαν μαθητές ή γάβγιζαν πίσω του σαν φοβισμένα σκυλιά. Λάτρευε τα ζώα και ειδικά τις γάτες. Τα αδέσποτα γατιά ήταν τα μοναδικά πλάσματα στα οποία επέτρεπε να τον εκμεταλλεύονται κατά βούληση, ποτέ δεν χάλασε κανένα χατίρι στις γάτες του. Κυριαρχούσαν στο σπίτι του και τις δικαιολογούσε για όλες τις σκανταλιές τους. Άρρωστος στο νοσοκομείο τον Ιανουάριο του 2004, αρρώστια που την πάλεψε σθεναρά περίπου μια δεκαετία, παρήγγειλε στον φίλο του Περικλή Σφυρίδη οπωσδήποτε να μην ξεχάσει τα γατιά του στις Σαράντα Εκκλησιές, για τα οποία «υπήρχε κρέας κρατημένο στο ψυγείο».
Ταραχώδεις σε όλα τα επίπεδα οι σχέσεις του με συγγραφείς, ποιητές και διανοούμενους όπως ο Γιώργος Ιωάννου, ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, ο Ηλίας Πετρόπουλος, ο Δημήτρης Μαρωνίτης και τόσοι άλλοι.
Έπαιρνε θέση απτόητος σε συμβιβασμούς, κόντρα συνηθέστερα στο ρεύμα. Ακόμα και αυτός ο συγχωρεμένος μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Παντελεήμων ο Β’ τον είχε φοβηθεί, όταν ο Ντίνος Χριστιανόπουλος άστραψε και βρόντηξε το 1996 σε δημόσια εκδήλωση στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης για την υπόθεση της διεκδικούμενης από την εκκλησία Ροτόντας.
Επηρέασε όσο λίγοι συνομήλικους ή και νεότερους ποιητές σε σημείο που κάποιοι υποστηρίζουν ότι δημιούργησε (;) «σχολή» μίμησης του ύφους του και κυρίως των ποιημάτων που ακολούθησαν την πρώτη του συλλογή. Ο ίδιος έλεγε ότι βαριόταν πολύ να διαβάζει ποιήματα που μιμούνταν τα δικά του, καθώς όλοι περίμεναν να λάβουν μία από τις γνωστές καλλιγραφημένες κάρτες του στην οποία θα τους εξυμνούσε. Και επειδή η εξύμνηση δεν βρισκόταν στις συνήθειές του, οι «πικραμένοι» από τα σχόλιά του ήταν πολλοί, ενώ αρκετοί από αυτούς συγκρότησαν ομάδες αντιπαράθεσης μαζί του.
Όπως και να ‘χει, όσοι του έστειλαν ποιήματα, μυθιστορήματα, μελέτες και δοκίμια, περιοδικά, όσοι διεκδίκησαν τον λόγο του και κυρίως τη φιλολογική σκέπη του, όλοι, μα όλοι κυριολεκτικά, πήραν σίγουρα μια απάντηση. Διότι απαντούσε σε όλους και για όλα ο κ. Ντίνος, ήταν αξεπέραστος στην υπομονή και επιμονή, πολλοί λέγανε ότι τα ταχυδρομεία στην Άνω Πόλη και τις Σαράντα Εκκλησιές, όπου έζησε τη ζωή του, δουλεύανε μόνο γι’ αυτόν ή χάρις σ’ αυτόν.
Θύελλα αντιδράσεων -που ακόμα δεν έχουν κοπάσει- προκάλεσε πέρσι το βιβλίο «Τα εσώψυχα του Ντίνου Χριστιανόπουλου - Μια εκ βαθέων δεκαετής συνομιλία 2004-2012», που υπέγραφε η Σωτηρία Σταυρακοπούλου, το οποίο δεκάδες ποιητές και συγγραφείς ζητούσαν ν’ αποσυρθεί για τις ανακρίβειες και τα υποτιμητικά σχόλια του Χριστιανόπουλου που περιείχε, με χαρακτηριστική την τοποθέτηση του φίλου του Θωμά Κοροβίνη που σχολίαζε: «Όσοι αναπνέουμε ακόμα -και θαβόμαστε ζωντανοί σ’ αυτό το δυσώδες έπος φλυαρίας και κουτσομπολιού- μπορούμε να αντιδράσουμε. Αν και πολλοί δε θα τολμήσουν να σηκώσουν κεφάλι. Για διάφορους λόγους. Έτσι γίνεται πάντα. Δυστυχώς! Τι θα γίνει όμως με τους απελθόντας απ’ αυτόν τον μάταιο κόσμο;»
Η πνευματική εργασία του, εκτός από τα ποιήματα, είναι ογκώδης και εν πολλοίς δεν έχει αξιολογηθεί, ωστόσο μπορεί εύκολα να λεχθεί ότι η ερευνητική εργασία του είναι ανυπολόγιστη. Καταπιάστηκε με τα περισσότερα είδη των γραμμάτων, μεταφράσεις και πεζά, μικρά και μεγαλύτερα, εικαστικές και ερευνητικές μελέτες, δοκίμια και κριτική, έρευνες και μελέτες για τη λογοτεχνία στη Θεσσαλονίκη πριν και μετά το 1912, αλλά και για το ρεμπέτικο που λάτρευε. Παρότι το ύφος του Χριστιανόπουλου χαρακτηρίζεται από λεκτική λιτότητα, τα έργο του είναι μεγάλο και πολυσχιδές.
Παρά το πλήθος των εγγράμματων με τους οποίους συναναστρεφόταν, οι πιστοί φίλοι του, οι καρδιακοί και αυτοί που δεν είπαν ούτε μία λέξη εναντίον του, το αντίθετο μάλιστα, ήταν οι ακραιφνώς λαϊκοί, άνθρωποι του περιθωρίου, οικοδόμοι και άνθρωποι της γειτονιάς ή του εκκλησιάσματος που εκτίμησαν την αξία αυτής της συναναστροφής. Πολλά από αυτά τα πρόσωπα ήταν και η πρώτη ύλη για την ποιητική του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Τα άγνωστα πρόσωπα του περιθωρίου καθόρισαν εν αγνοία τους, χάραξαν την άλλη πλευρά, την άγρια, του ίδιου κέρματος που ήταν η ζωή με τα λασπόνερά της, καύσιμο υλικό για την ποιητική σχάση. Αν ο Βαφόπουλος και ο Πεντζίκης ήταν οι αστοί ποιητές, αν ο Αναγνωστάκης εκπροσώπησε το πολιτικό μέρος του περασμένου αιώνα, ο Χριστιανόπουλος, με λαϊκή καταγωγή, κατέβηκε στο πεζοδρόμιο και πιο κάτω, όπου μπορεί να φτάσει ή να οδηγήσει η σάρκα, και δεν το έκανε από διάθεση να πρωτοτυπήσει, να φτιάξει ή να ακολουθήσει τη μόδα. Αυτός ήταν.
Γι’ αυτό και κατάφερε, πέρα από τα κακόβουλα σχόλια, να ιδρύσει το 1998 την «Παρέα του Τσιτσάνη» και τραγουδώντας και ο ίδιος να κάνει ουσιαστικά τα μοναδικά της ζωής του ταξίδια σε όλη την Ελλάδα μόνο και μόνο για να τραγουδά χωρίς οικονομικό όφελος για φυλακισμένους και ιδρύματα, γηροκομεία και πτωχοκομεία.
Την περίοδο ενός άλλου «πολέμου» στη Θεσσαλονίκη σχετικά με την αξία διατήρησης των κτιρίων των φυλακών που βρίσκονταν στο εσωτερικό του Επταπυργίου, είχε καταγράψει και το αίτημά του, το οποίο παραμένει ακόμα στον αέρα με τον τρόπο που το είχε αιτηθεί ο ποιητής: «Είναι ντροπή η πόλη να μη διαθέτει ένα δημοτικό πτωχοκομείο».
Ο Χριστιανόπουλος παρέδωσε επιπλέον με το πνευματικό του παιδί, τη «Διαγώνιο», το προζύμι και το ψωμί μιας αισθητικής του ταπεινού που μπορεί να ανυψούται και είχε τη συνδρομή σ’ αυτό ενός άλλου καλλιτέχνη πρωτομάστορα, του ζωγράφου Κάρολου Τσίζεκ. Ο Χριστιανόπουλος βάστηξε και κουβάλησε μια ολόκληρη ζωή, όχι κανένα κομποσκοίνι, αλλά την αλυσίδα που έφτιαξε ο ίδιος για τον εαυτό του από ποίηση και περήφανη μοναξιά κι αυτή είναι μια παρακαταθήκη που στοιχειώνει ήδη όσους ακολουθούν.
Τα έργα του: «Εναντίον» (Ιανός, 2012), «Βολέματα καταστροφής: 90 ποιήματα 1949-1999» (Μπιλιέτο, 2008), «Θεσσαλονίκην, ου μ’ εθέσπισεν» (Ιανός, 2008), «Η κάτω βόλτα» (Ιανός, 2004), «Εγώ, φαντάρος στο χακί...» (Μπιλιέτο, 2003), «Η ποίηση στη Θεσσαλονίκη κατά τους τελευταίους χρόνους της Τουρκοκρατίας (Βιβλιοπωλείο Ραγιά, 2003), «Καλλιτεχνικά Θεσσαλονίκης» (Ιανός, 2002), «Τα τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη που γράφτηκαν στη Θεσσαλονίκη επί γερμανικής κατοχής» (Μπιλιέτο, 2001), «Η λογοτεχνία στη Θεσσαλονίκη (1850-1950)» (Βιβλιοπωλείο Ραγιά, 1999), «Το ρεμπέτικο και η Θεσσαλονίκη» (Εντευκτήριο, 1999), «Πίσω απ’ την Αγια-Σοφιά» (Ιανός, 1997), «Λογοτεχνικά περιοδικά Θεσσαλονίκης (1889-1945)» (Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης, 1996), «Το αιώνιο παράπονο» (Διαγώνιος, 1993) κ.ά.
Πηγή:
https://www.efsyn.gr/tehnes/art-nea/255502_yperaspistike-ton-mytho-toy-hristianopoyloy-mehri-teloys