go amok → οξύνομαι, οργιάζω, ξεσαλώνω, πάω σύννεφο, κάνω θραύση, δεν μαζεύομαι, ξεφεύγω, καλπάζω, θερίζω, γίνεται χαμός, μαίνομαι, αποκτώ διαστάσεις επιδημίας, λαμβάνω διαστάσεις επιδημίας, παίρνω διαστάσεις επιδημίας, είμαι ασυγκράτητος, είμαι αχαλίνωτος, είμαι ανεξέλεγκτος, είμαι καταιγιστικός, με πιάνουν τα δαιμόνια, είμαι εκτός ελέγχου, βγαίνω εκτός ελέγχου, γίνομαι ανεξέλεγκτος, είμαι ανεξέλεγκτος, παθαίνω αμόκ
spiros ·
1 · 99