Love Songs In Age Philip Larkin
She kept her songs, they kept so little space, The covers pleased her: One bleached from lying in a sunny place, One marked in circles by a vase of water, One mended, when a tidy fit had seized her, And coloured, by her daughter - So they had waited, till, in widowhood She found them, looking for something else, and stood
Relearning how each frank submissive chord Had ushered in Word after sprawling hyphenated word, And the unfailing sense of being young Spread out like a spring-woken tree, wherein That hidden freshness sung, That certainty of time laid up in store As when she played them first. But, even more,
The glare of that much-mentionned brilliance, love, Broke out, to show Its bright incipience sailing above, Still promising to solve, and satisfy, And set unchangeably in order. So To pile them back, to cry, Was hard, without lamely admitting how It had not done so then, and could not now. | Ερωτικά ποιήματα μιας κάποιας ηλικίας Φίλιπ Λάρκιν (απόδοση: Κρυσταλλία Κατσαρού)
Κράτησε τα τραγούδια της, εξάλλου, τόσο λίγο χώρο έπιαναν κι αυτά Τα εξώφυλλα πάντα την έκαναν να σκάει ένα χαμόγελο Ξεθωριασμένο το ένα, έτσι αφημένο σε μέρος λιασμένο Με σημάδια κυκλικά το άλλο, από κάποιο αφημένο βάζο Ένα άλλο ξανά μανταρισμένο, απ’ όταν είχε βαλθεί με μανία να συγυρίσει μια μέρα Κι από την κόρη της μετά ζωγραφισμένο Έτσι και την περίμεναν μέχρι που, χήρα πια, Τα βρήκε, εκεί που έψαχνε κάτι άλλο, και σταμάτησε μεμιάς
Ν’ ανακαλύπτει άρχισε ξανά πώς η κάθε ειλικρινής και πειθήνια νότα Εκεί μέσα είχε χωθεί Λέξη-λέξη—όχι, όμως, απλή Παρά μακριά, τεράστια, με παύλες χωρισμένη— Κι αυτή η αλάνθαστη αίσθηση νεότητας Ξεχύθηκε σαν δέντρο εαρινό, και κάπου εκεί Άκουσε να τραγουδά η κρυμμένη αυτή φρεσκάδα Αυτή η σιγουριά του χρόνου έτοιμη την περίμενε υπομονετικά Όπως όταν τα πρωτοάκουσε. Αλλά, ακόμα πιο πολύ,
Η λάμψη αυτής της τόσο πολυσυζητημένης αίγλης κι αγάπης Φεγγοβόλησε, για να δείξει Την απαστράπτουσα απαρχή της να πλέει στ’ ανοιχτά Να υπόσχεται ακόμα λύση κι ικανοποίηση Και τα έβαλε, χωρίς ν’ αλλάξει τίποτα, όλα ξανά σε τάξη. Κι έτσι, Να τα ξαναμαζέψει, να κλάψει Ήταν δύσκολο, χωρίς να έχει καν κουράγιο να το παραδεχτεί Δεν το είχε κάνει τότε αυτή, ούτε και τώρα το μπορεί
|