Ανέστης Ευαγγέλου, Έλευση
[Ενότητα Στο καμίνι]
Χρόνια της πέτρας, δύσκολα, καιροί
σκληροί, σε βράχον απάνω άνυδρο, φαρμακερό
γρανίτη, με σαύρες ολόγυρα κι ουδ’ ένα
πράσινο φύλλο, σ’ έχτισαν, ψυχή μου.
Πόσος καιρός επέρασε δεν ξέρω,
χειμώνα καλοκαίρι, γυμνός και πένης,
σε τούτη την ξερολιθιά της συμφοράς.
Κι ήρθες εσύ
έτσι αναπάντεχα, βούλα της άνοιξης, σώμα
ανάερο της αυγής, και αξιώθηκα
για μια στιγμή να σε κρατήσω τρυφερά
στην αγκαλιά μου. Μες στο σκοτάδι
άκουσα την καρδιά σου να χτυπά∙ σε πήρα,
καθώς που παίρνουν τα πουλιά, στα χέρια μου.
Αχ, δεν το φανταζόμουνα πως μια στιγμή
μονάχα πάθους, ένα μόριο χρόνου,
θα ’φτανε να ζεστάνει όλη τη ζωή μου.
Πώς πρέπει τώρα
να προσέχω, Θεέ μου.
Και μία μόνον
αδέξια κίνηση, εμέ του αμάθευτου, του στερημένου,
μπορεί να σε πληγώσει.
Δεν είχε,
λοιπόν, παγώσει όλο μου το αίμα;
Είχε απομείνει,
σε τούτη την ξερολιθιά της συμφοράς, μια κρύπτη;
Έλα να σε φιλήσω, βούλα της άνοιξης,
σώμα ανάερο της αυγής,
αγάπη–
πρώτη φορά τρελαίνονται τα λόγια μου,
κι όλα αυτά τα παράξενα συμβαίνουν
πρώτη φορά.
Από τη συλλογή Το διάλειμμα (1976)