Ανέστης Ευαγγέλου, Ωραία που λάμπει
[Ενότητα Το πανδοχείο]
Ωραία που λάμπει σήμερα ο ήλιος.
Σημαίες κυματίζουν στα μπαλκόνια,
ακούγονται εμβατήρια, κι ο κόσμος
ξεχύθηκε έξω πάλι, εαρινός.
Το βράδυ
μετά από την παρέλαση, τους λόγους,
στη φωταγωγημένη πόλη μας θα μας δεχτούν
(τι εκλεκτά φαγιά, τι μουσικές, τι λάμψη!)
χαμογελώντας, μ’ όλα τους τα επιτελεία, οι Αρχηγοί,
κι ως το πρωί στους δρόμους θα κρατεί ο χορός.
Όμως εγώ
που ξόδεψα τα χρόνια μου, νύχτες ατέλειωτες,
ολόμονος να μελετώ πίσω από την επίσημη
των λόγων εκδοχή τι αναδεύεται κάθε φορά,
ν’ αποκρυπτογραφώ χαμόγελα και στάσεις,
εγώ
που ήδη τους βλέπω να τρέχουνε στα ενδότερα
και τα χέρια, χαιρέκακα, να τρίβουν,
τα κέρδη λογαριάζοντας με τους σοφούς τους υπολογιστές
σε χάρτες σκυμμένοι, σε διαγράμματα και σε καμπύλες
αλάνθαστες, και να τσουγκρίζουν τα ποτήρια–
εγώ σας εξορκίζω, φίλοι μου, τη νύχτα
αυτή μη γελαστεί κανείς και ξεκινήσει
κανείς πια να μην πάει στη γιορτή παρά
να μαζευτούμε όλοι μαζί, σαν ένας άνθρωπος,
να δούμε τι μπορεί να γίνει με τους Αρχηγούς,
μ’ όλους, χωρίς εξαίρεση, τους Αρχηγούς,
γιατί ακονίζουν κιόλας τα μαχαίρια, αδέλφια μου,
και νευρικά τα ρολόγια τους κοιτάζουν,
–λάμπουν παράξενα τα μάτια τους, σημαδιακά–
γιατί, άλλη μια φορά, μας ετοιμάζουν για σφαγείο.
Από τη συλλογή Απογύμνωση (1979)