Τη βλέπουμε συχνά να γράφεται με ένα γάμα, είναι όμως σωστό;
Η λέξη προέρχεται από το «
συν + γνώμη» (συν +
γιγνώσκω: έχω την ίδια γνώμη με κάποιον, αλλάζω γνώμη, μετανοώ). Το «ν» αφομοιώνεται από το «γ» που ακολουθεί και μετατρέπεται και αυτό σε «γ».
Επηρεαζόμενοι από την προφορά της, όπου το «γγ» ακούγεται ως ένα «γ», παραλείπουμε και στον γραπτό λόγο το ένα από τα δύο «γ». Έτσι όμως αλλοιώνουμε την προέλευση της λέξης αφού προέρχεται από το «συν + γνώμη» και όχι από το «συ + γνώμη». Επομένως, η σωστή γραφή είναι
συγγνώμη.
συγγνώμη (η) (προφέρεται κ.
συγνώμη) 1. (α) η έκφραση τής μετάνοιας κάποιου για λόγο ή πράξη του εις βάρος άλλου: σας ζητώ συγγνώμη για ό,τι είπα εναντίον σας || τι να την κάνω τη
συγγνώμη σου; (β) η αποδοχή τής μετάνοιας (κάποιου) από το πρόσωπο που έχει θιγεί από λόγο ή πράξη του: δίνω τη
συγγνώμη μου (συγχωρώ) συν. συγχώρεση 2. ΝΟΜ. η απόσβεση των νομικών συνεπειών παραπτώματος με σχετική άτυπη δήλωση αυτού που έχει προσβληθεί· ως επιφώνημα: συγγνώμη!) 3. για να εκφράσει κανείς τη μεταμέλειά -του:
συγγνώμη, δεν ήθελα να σε πληγώσω! ||
συγγνώμη για χθες· δεν έπρεπε να μιλήσω έτσι! || (επιτατ.) χίλια
συγγνώμη! 4. στην αρχή τού λόγου, ως ευγενική / διακριτική εισαγωγή σε αίτημα, ερώτημα, παράκληση κ.λπ.:
συγγνώμη μπορώ να περάσω; / επαναλαμβάνετε; / να πω κάτι; ||
συγγνώμη αλλά θα πρέπει να σας διακόψω συν. (λαϊκ.) με το συπάθιο 5. (ειδικότ. + αλλά) (α) για την έκφραση ενστάσεως, διαφωνίας:
συγγνώμη, αλλά δεν έχεις δίκιο! ||
συγγνώμη, αλλά αυτό που είδα δεν ήταν ένα απλό καβγαδάκι· μόνο μαχαίρια δεν τράβηξαν! (β) για να αρνηθεί ή να απορρίψει κανείς κάτι ευγενικά:
συγγνώμη, αλλά δεν μπορώ να δεχτώ αυτό το δώρο! ||
συγγνώμη, αλλά προηγείται ο κύριος! 6. για να διορθώσει κανείς δικό του λάθος: Ο Μιχάλης είναι εδώ;
συγγνώμη, ο Μίλτος ήθελα να πω! || έχε μαζί σου και τη φωτογραφία,
συγγνώμη, την ταυτότητα σου 7. για τον ειρωνικό ή υποτιμητικό σχολιασμό τής αντίδρασης κάποιου σε αυτά που του είπαμε: Καλά,
συγγνώμη! Δεν ήξερα ότι σ’ ενοχλεί τόσο η αλήθεια! ||
συγγνώμη, δεν ήξερες ότι θα αντιδράσει αρνητικά; Βλέπε σχόλιο λ. -γγ-, -γκ-.
[ΕΤΥΜ. αρχ., αρχική σημ. «συμπάθεια, επιείκεια», < συγγιγνώσκω «έχω την ίδια γνώμη, συμφωνώ - συγχωρώ, συμπονώ» (βλ. και γνώμη)].
συγγνώμη: προφορά. Κανονικά η προφορά τής λέξης είναι /siŋ-γnómi/ με το πρώτο γ να προφέρεται ως έρρινο μπροστά οπό το γ τον β' συνθετικού τής λέξης (συν + γνώμη), όπως συμβαίνει σε παρόμοιες λέξεις (πβ. συγ-γραφέας, εγ-γενής, έγ-γάμος, βλ. -γγ-). Ωστόσο, λόγω τής κοινής χρήσεως τής λέξης και της γρήγορης εκφοράς της στον λόγο, το α' έρρινο έχει την τάση να σιγάται στην προφορά (συ-γνώμη), ιδίως στην «αμελή» λεγόμενη άρθρωση. Σε αυτό συντείνει και το δυσπρόφερτο συμφωνικό σύμπλεγμα που ακολουθεί μετά το α' έρρινο, έτσι που να γεννάται και ένα είδος ανομοίωσης των αλλεπαλλήλων ερρίνων συμφώνων (/ŋγn/ > /γn/). Πάντως, όπως κι αν προφέρεται η λ., πρέπει να γράφεται πάντοτε ως συγγνώμη (με δύο -γ). Όσα ελέχθησαν για το συγγνώμη ισχύουν και για το συγχωρώ / συχωρώ όπου το /ŋx/ απλοποιείται σε /x/.
Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Γεωργίου Μπαμπινιώτη συγγνώμη η [siŋγnómi] & (προφ.) συγνώμη η [siγnómi] Ο30α : η συγκατάθεση, η επιείκεια που ζητάει κάποιος για να του συγχωρεθεί ένα σφάλ μα που διέπραξε, μια άπρεπη ή άστοχη ενέργεια ή συμπεριφορά: Zητώ συγγνώμη. Kατάλαβε το λάθος του και ζήτησε συγγνώμη. Aπαιτώ να μου ζητήσει συγγνώμη. || απόλυτα (με παράλειψη του ρ. ζητώ) συγγνώμη, συγχωρήστε με: συγγνώμη, δεν το ήθελα. συγγνώμη, που σας ενοχλώ. συγγνώμη, αν σας κούρασα. συγγνώμη, δεν εννοούσα αυτό. || ευγενικός τρόπος για να αποταθούμε σε κπ.: συγγνώμη, κύριε, σας έπεσαν τα τσιγάρα. συγγνώμη, δεσποινίς, μήπως ξέρετε πού είναι το Δημαρχείο; συγγνώμη, αλλά εδώ απαγορεύεται το κάπνισμα! || (δίκ.) άτυπη δήλωση βούλησης, με την οποία κάποιος συγχωρεί κπ. άλλο για ένα παράπτωμα που διέπραξε και αίρει τις νομικές συνέπειες.
[λόγ. < αρχ. συγγνώμη `επιείκεια, συχώρεση΄ & σημδ. γαλλ. pardon· απλοπ. του συμφ. συμπλ. [ŋγn > γn] για διευκόλυν ση της άρθρ.]
— Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη συγγνώμη συγ-γνώ-μη ουσ. (θηλ.) (πρόφ. siŋγnómi) & συγνώμη (πρόφ. siγnómi) 1. (κυρ. ως επιφών.) με συγχωρείς/συγχωρείτε· ειδικότ., στην αρχή του λόγου, για ευγενική έκφραση αιτήματος, ερώτησης, παράκλησης ή (συνήθ. + αλλά) για δήλωση αντίρρησης, άρνησης, αγανάκτησης ή ειρωνείας: συγγνώμη, δεν θα επαναληφθεί/δεν το εννοούσα/δεν το ήθελα/έκανα λάθος. (επιτατ.) Χίλια συγγνώμη! συγγνώμη για την καθυστέρηση/την ταλαιπωρία/το ύφος μου/χθες. συγγνώμη αν/που γίνομαι αγενής/διακόπτω/ενοχλώ/σας κούρασα. (για γλωσσική παραδρομή) Μου φέρνεις το μαχαίρι; συγγνώμη, το πιρούνι ήθελα να πω.|| συγγνώμη, έρχεστε λιγάκι/μπορείτε να επαναλάβετε/να βγω έξω/να πω κάτι/ξέρετε τι ώρα είναι;|| συγγνώμη, αλλά δεν μπορείτε να μπείτε χωρίς εισιτήριο. συγγνώμη, δεν θα πάρω. συγγνώμη, αλλά δεν καταλαβαίνω πού είναι το πρόβλημα. συγγνώμη, αλλά έφταιγες κι εσύ. συγγνώμη, δηλαδή, τσακωθήκατε για κάτι τόσο ασήμαντο; Πβ. με το συμπάθιο, παρντόν, σόρι. 2. έκφραση μεταμέλειας για συγχώρηση σφάλματος: ειλικρινής/έμπρακτη/οφειλόμενη συγγνώμη. Σου ζητώ (ταπεινά) συγγνώμη. Μου χρωστάς μια συγγνώμη. Οφείλω μια μεγάλη συγγνώμη σε όλους σας. Δεν είπε ούτε μια συγγνώμη. Η δημόσια συγγνώμη του … Ζήτησε δημόσια συγγνώμη. Αρνήθηκε να δεχθεί τη συγγνώμη της (: να τη συγχωρήσει). 3. ΝΟΜ. (στο Αστικό Δίκαιο) άτυπη δήλωση βούλησης με την οποία συγχωρείται ορισμένη συμπεριφορά που έχει νομικές συνέπειες. [< αρχ. συγγνώμη, γαλλ. pardon]
Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας - Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσαςσυγγνώμη κ. συγνώμη (η) ουσ. άφεση αδικήματος ή παραπτώματος, συχώρεση, συμπάθιο | η αιτ. συγγνώμη(ν) ως επιφών. φιλοφρονήσεως, με συγχωρείτε | (νομ.) δήλωση βούλησης με την οποία ο θιγόμενος συγχωρεί αυτόν που με ενέργεια, η οποία επισύρει νομικές κυρώσεις, τον έβλαψε
ΜΕΛσυγγνώμηη, ΝΜΑ, και
συγνώμη Ν, και αττ. τ.
ξυγγνώμη Α [συγγιγνώσκω]· άφεση, χάρη αδικήματος ή παραπτώματος, συγχώρηση· || (νεοελλ.) 1. (αστ. δίκ.) άτυπη δήλωση βούλησης με την οποία ο προσβεβλημένος από παράπτωμα αναγόμενο από τον νόμο σε λόγο λύσης μνηστείας, γάμου ή υιοθεσίας ή σε λόγο αποκλήρωσης και κληρονομικής αναξιότητας συγχωρεί τον πταίσαντα, υπό την έννοια ότι αποσβήνει τις νομικές συνέπειες τού παραπτώματος· 2. (φρ.) «ζητώ συγγνώμη», ή, απλώς, «συγγνώμη»· με συγχωρείτε· || (αρχ.) 1. συμπάθεια, εύνοια, επιείκεια· 2. (στη ρητ.) α) ομολογία, αναγνώριση· β) αναίρεση, ακύρωση· 3. (σε συνεκφορά με τα ρήματα δίδωμι, ποιοῡμαι, νέμω και ἀπονέμω) συγχωρώ· 4. (φρ.) α) «συγγνώμην ἔχω»· συγχωρώ (Ευρ.)· β) «συγγνώμης τυγχάνω [ή λαμβάνω]»· συγχωρούμαι (Ανδοκ.)· γ) «συγγνώμη ἐστί [ή γίγνεταί] τινι»· συγχωρείται κάποιος (Ηρόδ.)· δ) «συγγνώμην αἰτοῡμαι»· ζητώ συγγνώμη (Πλάτ.)· ε) «ξυγγνώμη ἐστί»· πρέπει να συγχωρεθεί (Ηρόδ.)· στ) «συγγνώμην ἔχει»· μπορεί να συγχωρεθεί (Σοφ.).
—
Πάπυρος – Μέγα Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας συγγνώμη ,
A. fellow-feeling, forbearance, lenient judgement, allowance, Ar.Pax 997, Pl.Criti.107a, Arist.EN1143a23, 1 Ep.Cor.7.6. Phrases: a. συγγνώμην ἔχειν judge kindly, excuse, pardon, E.Or. 661, Ar.Pax 668, etc.; τινι Hdt.1.116,155, S.Ph.1319, Lys.12.29, Pl.Phd.88c, X.HG6.2.13, etc.; “ἑαυτῷ κακῷ ὄντι” Pl.R.391e; τινος for a thing, Hdt.6.86. γ́, S.El.400, Ar.V.368, Lys.10.2, Pl.Phdr.233c, etc.; “περί τι” Arist.EN1143a22; folld. by ὅτι, Hdt.7.13, Pl.R.472a; by εἰ . . , E.Hipp.117, etc.; by inf., S.Aj.1322; c. gen. abs., “ς. ἔχε ἐμοῦ παρανοήσαντος” Ar.Nu.1479; so “ς. ποιήσασθαι” Hdt.2.110; “διδόναι” Plb.8.35.2; “νέμειν” Paus.2.27.4, Jul.Or.2.50c; “ἀπονέμειν” Luc.Nigr. 14: opp.
b. “συγγνώμης τυγχάνειν” X.Mem.1.7.4, And.1.141, Lys.1.3; παρά τινος from a person, Id.24.17, Isoc.12.38, etc.; συγγνώμης τινός, ὑπέρ τινος τυχεῖν, for a thing, E.Hipp.1326, Isoc. 12.271; ξυγγνώμην ἁμαρτεῖν . . λήψονται will be pardoned for offending, Th.3.40; “συγγνώμην αἰτεῖσθαι” Pl.Criti.106b; ς. ἔχει calls for for-bearance, S.Tr.328; “ἔχοντάς τι ξυγγνώμης” Th.3.44; ἐχέτω ς. let it pass, Plu.2.1118e.
c. πολλὴ ἔκ γε ἐμεῦ ἐγίνετο ς. Hdt.9.58; συγγνώμη τοι I excuse you, Id.1.39, cf. Th.8.50 (both c. inf.): συγγνώμη [ἐστί], c. acc. et inf., it is excusable that . ., Id.4.61, 5.88, cf. D.19.238; τὸ πεπεῖσθαι . . ς. Id.Prooem.34: also with a part., “ς. [ἐστί τινι] πλοῦτον ἀγειρομένῳ” AP11.389 (Lucill.); ς. [ἐστὶ] εἰ . . , ἐὰν . ., Th.1.32, 4.114, Pl.Hp.Mi.372a.
2. Rhet., confession and avoidance, Hermog.Stat.2, al.
συγγνώμη - Ancient Greek (LSJ)[
Επιστροφή στα περιεχόμενα των Γλωσσικών Σημειωμάτων]