swamp
noun
1 έλος , informal βάλτος (a piece of waterlogged ground; a bog or marsh)
2 αποτελμάτωση , ‘τέλμα’ (a situation or place fraught with difficulties and imponderables): A financial swamp Οικονομική αποτελμάτιση
verb
1 transitive κατακλύζω , πλημμυρίζω (to overwhelm, flood, or soak with water): The bathtub overflowed and swamped the bathroom Η μπανιέρα ξεχείλισε και κατάκλυσε το λουτρό A big wave swamped our boat Ένα μεγάλο κύμα πλημμύρισε τη βάρκα μας
2 intransitive κατακλύζομαι , πλημμυρίζω (to become swamped): Our boat swamped Η βάρκα μας πλημμύρισε
3 transitive ‘πνίγω’ (to overwhelm or make invisible etc. with an excess or large amount of something): He's swamped with work Πνίγεται στη δουλειά
Magenta English-Greek dictionary for English Speakers
swamp
ουσ. έλος, βάλτος, τέλμα, ρμ. κατακλύζω, πλημμυρίζω, βουλιάζω, (μεταφ.) κατακλύζω, πνίγω
Penguin Hellenews English-Greek dictionary
marsh
noun βάλτος , έλος (low wet land, often treeless and periodically inundated, characterized by a growth of grasses, sedges, cattails, and rushes): We must cross the marsh Πρέπει να διασχίσουμε το βάλτο
Magenta English-Greek dictionary for English Speakers
marsh
ουσ. έλος, βάλτος, τέλμα, marsh gas ελογενές αέριο, μεθάνιο
Penguin Hellenews English-Greek dictionary
έλος το [élos] Ο46 : εδαφική έκταση που καλύπτεται από αβαθή και λιμνάζοντα νερά μέσα στα οποία υπάρχουν γεώδεις και φυτικές ύλες· (πρβ. βάλτος, τέλμα).
[λόγ. < αρχ. ἕλος]
— Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη
έλος το. 1) Βάλτος: (Δούκ. 13123). 2) Δάσος, σύδεντρο: λέων ήδη φοβερός εξήλθεν εκ του έλους (Διγ. Z 2856). Η λ. και ως τοπων.: (Χρον. Μορ. P 2064). [αρχ. ουσ. έλος. Η λ. και σήμ.]
Λεξικό Κριαρά
βάλτος ο [váltos] Ο18 : τόπος που καλύπτεται από αβαθή, στάσιμα νερά· έλος, τέλμα1.
[μσν. βάλτος < σλαβ. *bolto (πρβ. βουλγ. blato) -ς]
— Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη
βάλτος ο — η. Έλος: δασέαν βάλτον (Διγ. Gr. 2074)· παράξω όλο βάλτος (Χρον. σουλτ. 11328). [<σλαβ. blato. Η λ. στο αρσ. το 12. αι. (LBG) και σήμ.]
Λεξικό Κριαρά