Login
Social Login
Register
Menu
Home
Forum Home
Site Home
Ancient Greek Dictionary
Help
Forum Help
FAQ
Rules
Converters...
Currency
Measurements
Polytonic to Monotonic
Greeklish
Beta Code
Gibberish
Tmx to text
Excel to tmx
Excel to MultiTerm
Utilities...
Fix final -n
Word Macros
Rule of three calculator
Greek accentuator
Fix punctuation
E-mail clean up
Calculator
What's new
Search
Forum Search
Search Tools
Magic Search
How to
Forum
EN⇄EL
All langs
Google
Greek
DE⇄EL
FR⇄EL
IT⇄EL
ES⇄EL
TR⇄EL
Resources
LA⇄EN/EL
EN🠒EL MS
AncientGR
LSJ
Translation - Μετάφραση
»
Translation Assistance
»
Greek monolingual forum
(Moderator:
Dr Moshe
) »
βωμολοχία → βρισιά, χυδαιότητα, απρεπής λέξη, αισχρολογία [Ετυμολογία]
βωμολοχία → βρισιά, χυδαιότητα, απρεπής λέξη, αισχρολογία [Ετυμολογία]
spiros
·
2 ·
11936
« previous
next »
Print
Pages:
1
Go Down
spiros
Administrator
Hero Member
Posts:
855321
Gender:
Male
point d’amour
βωμολοχία → βρισιά, χυδαιότητα, απρεπής λέξη, αισχρολογία [Ετυμολογία]
on:
01 Jan, 2009, 17:18:04
βωμολοχία → βρισιά, χυδαιότητα, απρεπής λέξη, αισχρολογία
Ετυμολογία
Ο επαίτης, ανυπόμονος, θρασύς και πεινασμένος, ζητούσε με πιεστικό τρόπο μερίδα και ως εκ τούτου, επιτίθετο λεκτικά στον τελεστή της θυσίας χρησιμοποιώντας αισχρές εκφράσεις. Άρχιζε τότε μία απρεπής και μη κόσμια συνομιλία μεταξύ επαίτη και υπεύθυνου των θυσιών, που κατέληγε σε χυδαίες εκφράσεις και τσακωμούς.
Αυτή ακριβώς η αισχρή και χυδαία στιχομυθία, ονομάστηκε
βωμολοχία
.
Στο λεξικό Liddell-Scott θα δούμε ότι βωμολοχώ σημαίνει
περιμένω δίπλα στο βωμό για να κλέψω το κρέας από τις θυσίες
, συνακόλουθα επαιτώ, ή ασκώ αγυρτεία.
Βωμολόχος είναι λοιπόν ο
περί τους βωμούς λοχών
(παραμονεύων, ενεδρεύων)
επαίτης, με σκοπό να λάβει κάτι από τα κρέατα των θυσιών
.
Κατά το λεξικό Σουϊδα (Σούδα) βωμολόχος είναι «
ο κακούργος, ασεβής, παρά τους λοχώντας τα εν τοις βωμοίς επιτιθέμενα θύματα, ή τους θύοντας, ίνα αιτήσαντες λάβωσι τι
».
http://melitilexeis.blogspot.com/2008_05_11_archive.html
βωμολοχ-ία
, ἡ,
mendicancy, Poll. 3.111.
coarse jesting, buffoonery, ribaldry. Pl.R.606c, Arist. EN1108a24, Plu.Lyc.12, etc.
βωμόλοχ-ος
, ον, (λοχάω) prop.
one that waited about the altars, to beg or steal some of the meat offered thereon, ἵνα μὴ πρὸς τοῖσι βωμοῖς ἀεὶ λοχῶντες βωμολόχοι καλώμεθα Pherecr.141; β. ἱερεῖς Man.5.119; expld. by ἱερόσυλος, Hsch., Et.Gud.
λοχ-άω
, Ep.aor. subj. Med. -ήσομαι Od.4.670:—
lie in wait for, waylay, Τηλέμαχον λοχόωντες 16.369, cf. 4.847; ἦ μέν μιν λοχόωσι 13.425; τὸν δὲ . . οἴκαδ' ἰόντα λοχῶσιν 14.181; αὐτὸν ἰόντα λοχήσομαι 4.670; ἐλόχησαν τὰς γυναῖκας Hdt.6.138; σε . . λοχῶσιν . . Ἐρινύες S.Ant.1075.
abs., lie in wait, ambush, ὅθι σφίσιν εἶκε λοχῆσαι Il.18.520; λοχᾷ ἐπὶ δένδρεον ἀναβάς Hdt.4.22; πρὸς δόμοις λοχᾷς ἐμοῖς E.El.225; πρὸς τοῖσι βωμοῖς Pherecr.141: but mostly in aor. part. with another Verb, ὄφρα . . σὸν παῖδα κατακτείνειε λοχήσας Od.22.53; λοχήσαντες τὴν νέα εἷλον Hdt.6.87, cf. 37; λοχήσας . . πολλοὺς διέφθειρεν Th.1.65, cf. 3.94:—Med., λοχησάμενος Od.4.388, 463; ἐγγὺς ὁδοῖο λοχησάμενος 13.268; later also λοχώμενος, λελοχημένος, in ambush, A.R.1.991, 3.7.
c. acc. loci, occupy with an ambuscade, ἐλόχησαν τὴν ἐν Πηδάσῳ ὁδόν Hdt.5.121.
metaph., οἷον λοχῶντες τὴν πρὸς Ῥωμαίους φιλίαν laying a trap of friendship for them, Plb.3.40.6.—Rare in good Att. (v. Th. ll. cc.), but freq. in late Prose, as Plb. l. c., D.H.2.55, al., Plu.Ant.46:—Pass., Epicur.Nat.15.22, J.BJ3.6.2:—Med. only in Ep.
Liddell-Scott
«
Last Edit: 01 Jan, 2009, 17:56:04 by spiros
»
LSJ.gr — Look up Multiple Greek, Ancient Greek and Latin dictionaries
wings
Global Moderator
Hero Member
Posts:
74008
Gender:
Female
Vicky Papaprodromou
Re: βωμολοχία → βρισιά, χυδαιότητα, απρεπής λέξη, αισχρολογία [Ετυμολογία]
Reply #1 on:
01 Jan, 2009, 17:37:16
Και από το
ΛΚΝ
:
βωμολοχία
η [vomolo<x>ía] O25 : (λόγ.) αισχρά, άσεμνα ή χυδαία λόγια, βρισιές: Aπαγορεύεται η ~. Ξεστόμισε ένα σωρό βωμολοχίες, που μ΄ έκα νε να κοκκινίσω από ντροπή. [λόγ. < αρχ. βωμολοχία]
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (
Γιώργος Ιωάννου
)
Print
Pages:
1
Go Up
Translation - Μετάφραση
»
Translation Assistance
»
Greek monolingual forum
(Moderator:
Dr Moshe
) »
βωμολοχία → βρισιά, χυδαιότητα, απρεπής λέξη, αισχρολογία [Ετυμολογία]
Search Tools
Search
This topic
This board
Entire forum
Google
Bing
Username
Password
Always stay logged in
Forgot your password?