Μ’ αρέσει
Μ’ αρέσει να ’χει συννεφιά και να ’μαι στο γιαλό,
μονάχος μου, κατακτητής της ερημιάς τριγύρω,
να με χαϊδεύει ερωτικά τ’ αγέρι τ’ απαλό,
και ν’ αναδίνει η θάλασσα αρμύρα κι άγιο μύρο.
Ν’ αναμετρώ στον ουρανό τους γλάρους στη σειρά,
ν’ ακολουθάει το βλέμμα μου την κάθε εφόρμησή τους
σε κάποιο ψάρι ανύποπτο, στα γαλανά νερά,
και να διασχίζει κι η καρδιά το πέλαγο μαζί τους!
Στ’ άσπρα χαλίκια, μαλακά να γέρνω το κορμί,
γυμνό, να νιώθει ηδονή τραχιά στο άγγιγμά τους,
και να νομίζω πώς μπορεί, στιγμή με τη στιγμή,
οι γλάροι να με πάρουνε στο γοργοπέταγμά τους.
Και στα βραχάκια της ακτής, να σπάνε, ρυθμικά
κι αγάλια-αγάλια, κύματα με πόθους φορτωμένα·
και μ’ όνειρα λογής-λογής, αιθέρια, μαγικά,
να με γητεύουν! Ω ζωή, πόσες χαρές για μένα!
Κι υστέρα, κάποιου κεραυνού, ο βρόντος ν’ αντηχεί,
κι η λάμψη άγριας αστραπής τον ουρανό να σκίζει,
κι αργά, μια λιανοψίχαλη και σιγαλή βροχή
να ραίνει κρίνα ολόλευκα τη θάλασσα ν’ αρχίζει.
Και να βραδιάζει· και μακριά, να τρέμει το χλωμό
το φως κάποιου παντέρημου και καλογέρου φάρου,
θυμίζοντας την έκφραση στον αργοπεθαμό,
που παίρνει κάθε πρόσωπο στ’ αντίκρισμα του Χάρου.
Μ’ αρέσει να ’χει συννεφιά και να ’μαι στο γιαλό,
κι ως θ’ αλαργεύουν, βιαστικά, στα πέρατα τα πλοία,
στυλώνοντας το βλέμμα μου σ’ αυτά, κάπως θολό,
να ταξιδεύω, γράφοντας ποιητικά βιβλία.