Ανέστης Ευαγγέλου, Δεν την αρνιέμαι την οδύνη
I
Δεν την αρνιέμαι την οδύνη, δε φυγομαχώ
θα μπορούσα ν’ αντέξω τον μεγαλύτερο πόνο, όμως κάπως,
να βρεθεί κάπως ένας τρόπος να εξανθρωπίσω τον πόνο μου,
να μη με κυνηγούν φαντάσματα. Όλα θα μπορούσα
να τα υποστώ τ’ ανθρώπινα μαρτύρια, όλα για να μπορέσω
πλήρης, επιτέλους, να πορευτώ, να υπάρξω
θέλω να πω, να διανύσω συμπαγής
την περιοχή που μου δόθηκε.
II
Δεν είναι η οδύνη που μου παραμορφώνει το πρόσωπο,
που μου στερεί την ισορροπία, που ανοίγει
χάσματα διαρκώς κάτω απ’ τα πόδια μου-
είναι το ανάνθρωπο της οδύνης, η οδύνη
δίχως την ήμερη ανθρώπινη ζέστη· εκείνη
είναι άγια, μεγάλη κι υψηλή- όχι το ψυχρό αυτό
πράγμα, σαν ερπετό κάτω απ’ τα ρούχα σου.
III
Πότε θα πέσει το παραπέτασμα απ’ τα μάτια μου
ν’ ανοίξει ο ουρανός, να γίνει φως,
να ’ρθω μ’ όλες μου τις πληγές και να μιλήσω,
ταπεινά να συνδιαλεχτώ με το γείτονα
να τείνω πάλι τα χέρια μου στους αδελφούς μου.
Από τη συλλογή Περιγραφή εξώσεως (1960)