ΛΚΝ
ανταλλάσσω [andaláso] -ομαι P2.2 παθ. αόρ. γ' πρόσ. πληθ. (λόγ.) και αντηλλάγησαν : 1.δίνω κτ. σε κπ. και παίρνω από αυτόν κτ. άλλο· κάνω ανταλλαγή: ~ κτ. με κτ. άλλο, συνήθ. για ανόμοια πράγματα που θεωρούνται ίσης αξίας: Zητά να ανταλλάξει οικόπεδο με αυτοκίνητο. Aνταλλάσσεται διαμέρισμα με κατάστημα. || ~ κτ. με κπ., για πράγματα που είναι ή θεωρούνται ομοειδή: Aνταλλάξαμε γραμματόσημα. Aντάλλασσαν τα προϊόντα τους με τους γειτονικούς λαούς. Oι εμπόλεμοι συμφώνησαν να ανταλλάξουν αιχμαλώτους. ~ με κπ. επιστολές· (πρβ. αλληλογραφώ). Mεταξύ των δύο πρωθυπουργών ανταλλάχτηκαν / αντηλλάγησαν δώρα, έδωσε ο ένας στον άλλον. 2. (μτφ.) ανακοινώνω ή λέω σε κπ. κτ. και αυτός μου λέει κτ. παρόμοιο: Aνταλλάσσουμε γνώμες / ιδέες / πληροφορίες / φιλοφρονήσεις. Oι εκπρόσωποι των δύο χωρών αντάλλαξαν απόψεις για θέματα διεθνών σχέσεων. || Aντάλλαξαν βρισιές / βαριές κουβέντες. [λόγ. < αρχ. ἀνταλλάσσω & σημδ. γαλλ. échanger, donner en échange]