Άννυ Κουτροκόη, Λυγμός ψαλμός
Μην τρέχεις, δεν σε προλαβαίνω
με τα τακούνια μου σπασμένα
με ρούχα ξεσχισμένα και
χούφτες ματωμένες.
Θάνατος έπεσε πολύς
και πόνεσαν τα χέρια των αγγέλων.
Πού πήγαν οι οξύτατες αισθήσεις σου;
Πληγή βαθιά στο πέρασμά σου ανοίγεις.
Λικνίζεσαι με τους τριγμούς του δυνατού,
δεν σ’ εκνευρίζει των βαλέδων το νιαούρισμα.
Στρέψε τους φίλους σου να δεις,
το πιάτο που άφηνε μισό για μένα
και το κρεβάτι σου στενό
με κοίμιζες μαζί σου,
κερί κρατούσες αναμμένο, να διαβάζω.
Μου έμαθες αυτά να λέω,
τώρα που σε παρακαλώ.
Μην παραδίνεσαι
στους πειρασμούς που λάμπουν.
Μετά τον βιασμό
πώς θα γυρίσεις πίσω στους δικούς σου;
Σε ποιο αυτί τολμώ να ψιθυρίσω
τα μυστικά μου που άρχισαν
σ’ όλου του κόσμου τα παζάρια
να πουλιούνται.
Τις μέρες που τα φύλαγες μες στη ζεστή
καρδιά σου αποθυμώ.
Έστριψε η φωνή μου με λυγμό
μήπως και τώρ’ ακούσεις
και ο λυγμός ψαλμός βυζαντινός.
Τα χρώματα μαζί μου λεν
κι η άνοιξη κι οι γέροντες.
Ψαλμός κι ακούς,
μην τρέχεις, να σε προλάβω πρέπει,
καλύτερή μου φίλη
ανθρωπότητα.
Από τη συλλογή Λεπτώς ενδεδυμένοι (2002)