Translation blunder: breakthrough infections →
πρωτοποριακές λοιμώξεις,
πρωτοποριακή λοίμωξη,
πρωτοφανής λοίμωξηΑυτοί που το απέδωσαν με αυτόν τον τρόπο μάλλον έμειναν σε μία από τις σημασίες της λέξης, εκείνη που δεν έχει καμία σχέση με το νόημα το οποίο αφορά στην
υπέρβαση/διάσπαση/κατάλυση/ξεπέρασμα (
break) των
αμυνών του οργανισμού (
through) που έχουν δημιουργηθεί από τον εμβολιασμό και όχι το να γίνεται κάτι το «
πρωτοποριακό». Αν θα θέλαμε σώνει και καλά να διατηρήσουμε τη συντακτική δομή με
επίθετο, ίσως θα μπορούσαμε να πούμε «
διεμβολιστική» ή «
καταλυτική». Οι σημασίες σε έντονη γραφή χαρακτηριστικές:
(military) An advance through and past enemy lines.
Any major progress; such as a great innovation or discovery that overcomes a significant obstacle.
Albert Einstein is credited with making some of the greatest breakthroughs in modern physics.
(sports) The penetration of the opposition defence
(construction) The penetration of a separating wall or the remaining distance to an adjacent hollow (a crosscut in mining) or between two parts of a tunnel build from both ends; knockthrough.
breakthrough - Wiktionary
breakthrough infection → εκδήλωση λοίμωξης παρά τον εμβολιασμό, εκδήλωση της νόσου παρά τον εμβολιασμό, λοίμωξη παρά τον εμβολιασμό, λοίμωξη σε εμβολιασμένο άτομο