ουρικό οξύ → 尿酸
Το ουρικό οξύ είναι μια ετεροκυκλική χημική ένωση με χημικό τύπο C5H4N4O3, που αποτελεί παράγωγο της πουρίνης. Σχηματίζεται στον οργανισμό κυρίως από τον καταβολισμό πουρινικών βάσεων (αδενίνη, γουανίνη και ουρακίλη) των νουκλεϊκών οξέων. Υψηλές συγκεντρώσεις ουρικού οξέος στο αίμα σχετίζονται με την εμφάνιση ουρικής αρθρίτιδας («ποδάγρας») και λίθων στα νεφρά (νεφρολιθίαση, ουρολιθίαση).
Ουρικό οξύ - Βικιπαίδειαar: حمض البول; azb: اوریک اسید; be: мачавая кіслата; bg: пикочна киселина; ca: àcid úric; cs: kyselina močová; cy: asid wrig; da: urinsyre; de: Harnsäure; el: ουρικό οξύ; en: uric acid; eo: ureata acido; es: ácido úrico; et: kusihape; eu: azido uriko; fa: اوریک اسید; fi: virtsahappo; fr: acide urique; ga: aigéad úrach; gl: ácido úrico; he: חומצת שתן; hi: यूरिक अम्ल; hr: mokraćna kiselina; hu: húgysav; hy: միզաթթու; id: asam urat; is: þvagsýra; it: acido urico; ja: 尿酸; ko: 요산; lt: šlapimo rūgštis; min: asam urek; mk: мочна киселина; ms: asid urik; nds: miegsüür; ne: युरिक अम्ल; nl: urinezuur; no: urinsyre; oc: acid uric; pl: kwas moczowy; pt: ácido úrico; ro: acid uric; ru: мочевая кислота; sco: uric acid; sh: urična kiselina; simple: uric acid; sk: kyselina močová; sl: sečna kislina; sr: urinska kiselina; su: asam urat; sv: urinsyra; ta: யூரிக் அமிலம்; th: กรดยูริก; tr: ürik asit; uk: сечова кислота; ur: یورک تیزاب; vi: axit uric; war: asido uriko; zh_yue: 尿酸; zh: 尿酸