Δίνω.. direct/indirect objects

martinlest

  • Newbie
  • *
    • Posts: 28
    • Gender:Male
I've been teaching myself Greek for many years (over 40, on and off!) and am on the whole pretty fluent (not the same as 'perfect' of course!!) by now. But obviously grammar questions come up often enough, sometimes so apparently 'simple' that I get a bit of a shock that I don't know the answer. Here's one concerning the verb 'to give'. Can someone please put me right on this.

1. Έδωσα το βιβλίο στον Γιάννη
2. Του έδωσα το βιβλίο

Both correct, unless I am going crazy, but in saying that, I note that 'στον' introduces a direct object (σε + τον), whereas 'του' is indirect (no 'σε'). No problem.. sounds perfectly logical in Greek to my ear, but nevertheless...

I have just read this though (in a very reliable source):

3. Έδωσα το βιβλίο του Γιάννη
and similarly: Ο Γιάννης έδωσε το βιβλίο της Μαίρης

purportedly meaning exactly the same as the first example, above, Έδωσα το βιβλίο στον Γιάννη: I gave the book to Iannis (and 'Iannis gave the book to Mary').

That matches better with 'Του έδωσα το βιβλίο' but 'Έδωσα το βιβλίο του Γιάννη' is not what I would say: wouldn't that (also?) mean 'I gave (away) John's book'?

I am probably getting confused over nothing.. but could someone kindly clarify? Is there a distinction in meaning between sentences 1 and 3?

Ευχαριστώ!
« Last Edit: 19 Aug, 2022, 15:52:05 by martinlest »


spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854577
    • Gender:Male
  • point d’amour
το βιβλίο του Γιάννη =  Iannis's book
Έδωσα το βιβλίο του Γιάννη = I gave (away) Iannis's book



martinlest

  • Newbie
  • *
    • Posts: 28
    • Gender:Male
Yes, just as I suggested above, but Routledge's enormous Comprehensive Greek Grammar would have 'Ο Γιάννης έδωσε το βιβλίο της Μαίρης' as 'Iannis gave Mary the book'. Is that a mistake in the book then?

Actually the exact example, having looked it up, is:

'Ο Γιάννης έδωσε ένα ωραίο βραχιόλι της Μαίρης'¨John gave Mary a beautiful bracelet.

« Last Edit: 19 Aug, 2022, 16:02:30 by spiros »


spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854577
    • Gender:Male
  • point d’amour
The following is ambiguous, it can mean:
Ο Γιάννης έδωσε ένα ωραίο βραχιόλι της Μαίρης → John gave Mary a beautiful bracelet, John gave away a beautiful bracelet of Mary's (made/owned by Mary)

This is not:
Ο Γιάννης έδωσε ένα ωραίο βραχιόλι στη Μαίρη → John gave Mary a beautiful bracelet



martinlest

  • Newbie
  • *
    • Posts: 28
    • Gender:Male
Great. That all makes perfect sense and is what I would have thought to be so - i.e. the first sentence is ambiguous (the book does not make it clear). Thank you Spiro

(Ο Γιάννης έδωσε ένα ωραίο βραχιόλι της Μαίρης → John gave Mary a beautiful bracelet.. is that a common usage, compared to 'Ο Γιάννης έδωσε ένα ωραίο βραχιόλι στη Μαίρη', or rare/regional/archaic??)
« Last Edit: 19 Aug, 2022, 16:12:36 by martinlest »


spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854577
    • Gender:Male
  • point d’amour
Quite common, although strictly speaking rather colloquial usage.

δίνω σε/στον/στην/στο/στα/στις/στους

δίνω [δíno] -ομαι Ρ αόρ. έδωσα, απαρέμφ. δώσει, παθ. αόρ. δόθηκα, απαρέμφ. δοθεί, μππ. δοσμένος : I. ANT παίρνω στις σημ. 1, 2, 3α, 3β, 3δ. 1α1. βάζω στο χέρι κάποιου κτ. ή το φέρνω κοντά του, έτσι ώστε να μπορεί να το χρησιμοποιήσει: Δώσε μου τα γυαλιά μου / ένα ποτήρι νερό. Mου δίνεις το ψωμί; Mου έδωσε το χέρι του να κρατηθώ. Θα δώσω στο παιδί να φάει. || Ο γιατρός τού έδωσε φάρμακο, του έδωσε την οδηγία για το φάρμακο. (έκφρ.) δίνω ένα χέρι* / χεράκι (σε κπ.). δίνω τα χέρια*. δίνω τροφή*. να τρώει η μάνα* και στο παιδί να μη δίνει. α2. παραχωρώ σε κπ. κτ. που μου ανήκει, για να το χρησιμοποιήσει: Tου έδωσα το αυτοκίνητο για το Σαββατοκύριακο, του το δάνεισα. β. παραχωρώ σε κπ. την κυριότητα ενός πράγματος: Tο σπίτι θα το δώσω στην κόρη μου. Tου έδωσε ό,τι είχε και δεν είχε. ΦΡ δίνω τη θέση* μου σε κπ. ή σε κτ. γ1. προσφέρω κτ. χωρίς αντάλλαγμα: Tου έδωσα για τη γιορτή του δέκα χιλιάδες. Tι θα μου δώσεις, όταν πάρω το πτυχίο μου;, τι θα μου χαρίσεις; Έδωσαν δώρα και γλυκά στα παιδιά. || χαρίζωI2α: H μητέρα δίνει στα παιδιά της τη ζωή της. Ο στρατός μάς έδωσε τη νίκη. γ2. προσφέρω κτ. ως ελεημοσύνη, ως βοήθεια: Δώσε κτ. για τους φτωχούς. δίνω αίμα για τις ανάγκες της αιμοδοσίας. (έκφρ.) δώσε και σ΄ εμένα μπάρμπα, για να δηλώσουμε ότι γίνονται παροχές, άφθονες και ανεξέλεγκτες. ΦΡ δε δίνει του αγγέλου του / ούτε στον άγγελό* του νερό. είναι όλο δώσε και δώσε, για κπ. που ζητάει συνεχώς χρήματα. δ. (με αφηρ. ουσ.) συγκατανεύω, δέχομαι να θέσω κτ. στη διάθεση κάποιου: Tου έδωσαν δέκα μέρες προθεσμία. Δώσε μου δύο λεπτά ακόμα να τελειώσω. δίνω σε κπ. τον καιρό / την ευκαιρία να κάνει κτ. δίνω το προβάδισμα / την προτεραιότητα. δίνω σε κπ. την άδεια / το δικαίωμα / τη δυνατότητα / την εξουσία. ΦΡ δίνω (το) πράσινο φως*. δίνω τόπο* στην οργή. (έκφρ.) ο Θεός να δώσει, να επιτρέψει, να ευδοκήσει: Ο Θεός να δώσει να ξανασυναντηθούμε, μακάρι. έδωσε ο Θεός, ευτυχώς ή επιτέλους: Έδωσε ο Θεός και έληξε αυτή η περιπέτεια. να μην το δώσει ο Θεός / η μοίρα / η τύχη, ευχή να μη συμβεί κτ. κακό. || (παθ., μτφ.) κτ. παρέχεται ως δωρεά: Mας δόθηκε να ζήσουμε σε χρόνια ειρηνικά. 2α. πληρώνω ένα ποσό για να αγοράσω κτ. ή ως αμοιβή για κτ.: Πόσο έδωσες γι΄ αυτό το βιβλίο; Δεν μπορώ να δώσω τόσα λεφτά. Mου δίνει καλό μισθό. (έκφρ.) δε δίνω δεκάρα* / δυάρα* / πεντάρα*. τι δίνεις!, για να δηλώσουμε ότι κτ. πουλιέται πολύ φτηνά: Δέκα χιλιάδες έχει αυτό το παλτό· τι δίνεις! β. πουλώ: Πόσο το δίνεις το σπίτι; Tο έδωσα σε πολύ καλή τιμή. Aποφάσισα να το δώσω το αυτοκίνητο. || προσφέρω κτ. ως αντάλλαγμα: Δώσε μου το χωράφι και πάρε το σπίτι. (έκφρ.) και τι δε θα ΄δινα για να…, για διακαή επιθυμία: Kαι τι δε θα ΄δινα για να μορφωθώ / για να βρεθώ κοντά σου / για να μπορούσα να ταξιδέψω / για να μάθω την αλήθεια. πάρε δώσε, εμπορική δοσοληψία ή κοινωνική σχέση· ΣYN έκφρ. δούναι και λαβείν: Δεν έχω πάρε δώσε μαζί του. ΦΡ δίνει και παίρνει, για κτ. που γίνεται σε υπερβολικό βαθμό: Tο τάβλι / το κουτσομπολιό δίνει και παίρνει. έδωσε πήρε, για κπ. που έκανε πολλές και επίμονες προσπάθειες: Έδωσε πήρε, τα κατάφερε. 3α. αφήνω κτ. για επιδιόρθωση, συντήρηση ή φύλαξη: Έδωσα τα παπούτσια στον τσαγκάρη / τα ρούχα στο καθαριστήριο / το ρολόι για φτιάξιμο. Όταν φεύγω δίνω τα κλειδιά στο θυρωρό, αφήνω. β. (με αντικ. πρόσ.) εμπιστεύομαι κπ. κάπου, τον αφήνω στην επίβλεψη κάποιου: Δώσε μου το παιδί να το πάω περίπατο. Tον χώρισε, δε θέλει όμως να του δώσει τα παιδιά. δίνω ένα παιδί για υιοθεσία. || παντρεύω: Έδωσε την κόρη του στον (τάδε) / σε πολύ πλούσιο. Tην έδωσε μικρή μικρή. γ. δίνω τον εαυτό μου / δίνομαι, αφοσιώνομαι, αφιερώνομαι: Δόθηκε στην επιστήμη του. Tου δόθηκε ολόψυχα. Έδωσε τον εαυτό της, για να μεγαλώσει τα παιδιά της. Έζησε μια ζωή δοσμένη στον πλησίον. (έκφρ.) δίνω τη ζωή μου, θυσιάζομαι, πεθαίνω: Έδωσε τη ζωή του για την πατρίδα / για το ιδεώδες της ελευθερίας. δίνω το αίμα μου, σκοτώνομαι: Οι αγωνιστές του ΄21 έδωσαν το αίμα τους για την πατρίδα. || του δόθηκε, για γυναίκα που δημιουργεί σεξουαλικές σχέσεις με κπ. δ. θέτω στη διάθεση κάποιου ένα πρόσωπο, για να το απασχολήσει κάπου: Zήτησα να μου δώσουν από την κεντρική υπηρεσία δύο τεχνίτες για το εργοτάξιο. ε. δίνω κπ. στο τηλέφωνο, καλώ κπ. να έρθει να μιλήσει στο τηλέφωνο ή τον συνδέω με την τηλεφωνική γραμμή κάποιου άλλου: Δώστε μου, σας παρακαλώ, τη Mαρία. 4α. παράγω, αποδίδω: H γη δίνει καρπούς. H λάμπα δίνει δυνατό φως. Ο ανεμιστήρας δίνει δροσιά. Δώσε μου το λα / το ντο, για ήχο που παράγει ένα μουσικό όργανο. || (μτφ.): Οι έρευνες δεν έδωσαν αποτέλεσμα / έδωσαν νέα στοιχεία. β. προκαλώ: Mου δίνει χαρά η παρουσία σου. Οι αποτυχίες μάς δίνουν πολλή λύπη / απογοήτευση. Ορισμένες αρρώστιες δε δίνουν έντονα συμπτώματα. || δίνω σε κπ. δύναμη / θάρρος. γ. απονέμω: δίνω σε κπ. παράσημο / δίπλωμα. 5α. διοργανώνω και πραγματοποιώ μια κοινωνική συνάθροιση, εκδήλωση: Θα δοθεί δεξίωση / γεύμα / χορός προς τιμήν των ξένων διπλωματών. || (για καλλιτεχνική εκδήλωση): Ο θίασος θα δώσει παραστάσεις αρχαίου δράματος. Έδωσε ρεσιτάλ πιάνου. Δόθηκε συναυλία. β. δίνω μαθήματα, παραδίδω μαθήματα, διδάσκω: δίνω μαθήματα αγγλικών / πιάνου / χορού. (έκφρ.) δίνω ένα μάθημα*. || δίνω διάλεξη, κάνω διάλεξη. 6. δοσμένος, δεδομένος. II. το ρήμα δίνω με ουσιαστικό σχηματίζει περιφράσεις ή εκφράσεις που ισοδυναμούν με το ομόρριζο ρήμα, με συνώνυμο ρήμα ή με συνώνυμη έκφραση και δηλώνουν: 1. βίαιη, εχθρική ή φιλική ενέργεια: δίνω χαστούκι, χαστουκίζω. δίνω ξύλο, δέρνω. δίνω γροθιά, γρονθοκοπώ. δίνω κλοτσιά, κλοτσάω. δίνω φιλί, φιλώ. δίνω ένα χάδι, χαϊδεύω. 2. επικοινωνία που γίνεται με διάφορους τρόπους: δίνω απάντηση, απαντώ. δίνω υπόσχεση, υπόσχομαι. δίνω αναφορά, αναφέρω. δίνω εξήγηση, εξηγώ. δίνω συμβουλή, συμβουλεύω. δίνω διαταγή, διατάζω. δίνω πληροφορία, πληροφορώ. δίνω λόγο, λογοδοτώ. δίνω το λόγο μου, υπόσχομαι. δίνω δημοσιότητα, δημοσιοποιώ. δίνω το παράδειγμα, παραδειγματίζω. δίνω όρκο, ορκίζομαι. δίνω πίστη, πιστεύω. δίνω την εντύπωση, φαίνομαι. || δίνω εξετάσεις, εξετάζομαι. δίνω λύση, λύνω. δίνω τέλος, τελειώνω. δίνω ψήφο, ψηφίζω. δίνω αγώνα, αγωνίζομαι. δίνω μάχη, μάχομαι. (έκφρ.) δίνω σε κπ. να καταλάβει, εξηγώ σε κπ. κτ. για να το καταλάβει καλά και μτφ. συμπεριφέρομαι σε κπ. με τέτοιον τρόπο, ώστε να καταλάβει το σφάλμα του: Aς το ξανακάνει και θα του δώσω εγώ να καταλάβει. ΦΡ του δίνω και καταλαβαίνει*. δίνω αέρα* σε κπ. δίνω λαβή* / βάση*. δίνω γραμμή*. κάποιος / κτ. μου τη δίνει / μου δίνει στα νεύρα*. μου την έδωσε: α. εκνευρίστηκα, συγχύστηκα, οργίστηκα. β. μου ήρθε στο μυαλό, αποφάσισα αυθαίρετα· ΣYN ΦΡ μου τη βάρεσε. δώσ΄ του!, για να παρακινήσουμε κπ. να κάνει κτ. και δώσ΄ του, για να δηλώσουμε επανάληψη, επιμονή: Kαι δώσ΄ του χόρευαν και πηδούσαν. Kαι δώσ΄ του ξύλο και βρισιές. δίνε του / (ώρα) να του δίνουμε, για να δηλώσουμε ότι κάποιος πρέπει να απομακρυνθεί, να φύγει όσο γίνεται γρηγορότερα. του ΄δωσα δρόμο*. δώσ΄ του δρόμο*.
[ελνστ. δίδω (εξομάλ. του αρχ. δίδωμι) μεταπλ. -νω με βάση το συνοπτ. θ. δωσ- κατά το σχ.: φθασ- (έφθασα) - φθάνω]
— Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη


 

Search Tools