πολυϊατρείο → clinic, polyclinic, medical centre, medical clinic
poliambulatorio
médipôle
πολυϊατρείο το [poliiatrío] Ο39 : συγκρότημα πολλών ιατρείων, που καλύπτουν αντίστοιχες ειδικότητες: Tο ~ του IKA διαθέτει παθολογικό, οφθαλμολογικό, ακτινολογικό και ωτορινολαρυγγολογικό ιατρείο.
[λόγ. πολυ- + ιατρείον κατά το πολυκλινική]
— Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη polyclinic - Wiktionary