7.
Aber Freund! wir kommen zu spät. Zwar leben die Götter, Aber über dem Haupt droben in anderer Welt. Endlos wirken sie da und scheinens wenig zu achten, Ob wir leben, so sehr schonen die Himmlischen uns. Denn nicht immer vermag ein schwaches Gefäß sie zu fassen, Nur zu Zeiten erträgt göttliche Fülle der Mensch. Traum von ihnen ist drauf das Leben. Aber das Irrsal Hilft, wie Schlummer, und stark machet die Not und die Nacht, Bis daß Helden genug in der ehernen Wiege gewachsen, Herzen an Kraft, wie sonst, ähnlich den Himmlischen sind. Donnernd kommen sie drauf. Indessen dünket mir öfters Besser zu schlafen, wie so ohne Genossen zu sein, So zu harren, und was zu tun indes und zu sagen, Weiß ich nicht, und wozu Dichter in dürftiger Zeit. Aber sie sind, sagst du, wie des Weingotts heilige Priester, Welche von Lande zu Land zogen in heiliger Nacht.
| 7.
Αλλά φίλε! ήρθαμε πολύ αργά. Στ’ αλήθεια ζουν οι Θεοί, Όμως πάνω απ’ τα κεφάλια, ψηλά σ’ άλλο κόσμο. Ατέλειωτη η δράση τους εκεί, και φαίνεται λίγο να φροντίζουν αν ζούμε, τόσο μας προφυλάσσουν οι Ουράνιοι. Γιατί ένα αδύναμο δοχείο να τους περικλείσει δεν μπορεί για πάντα, Μόνο για λίγο αντέχει τη θεϊκή πληρότητα ο άνθρωπος. Ένα όνειρό τους είναι η ζωή. Αλλ’ η τρέλα Βοηθάει, παρόμοια ο ύπνος, η ανάγκη σε δυναμώνει κι η νύχτα, Ώσπου να μεγαλώσουν οι ήρωες μες στη χάλκινη κούνια όσο πρέπει, Καρδιές όπως άλλοτε όμοιες σε δύναμη με των Ουράνιων. Με κεραυνούς έρχονται. Ωστόσο όλο συχνότερα νομίζω Πως πιο καλά να κοιμάσαι, παρά έτσι να είσαι δίχως συντρόφους, Έτσι να καρτεράς, και τι να κάνεις στο μεταξύ και τι να πεις Δεν ξέρω, και προς τι οι ποιητές σε χαλεπό καιρό; Μα είναι κείνοι, θα πεις, σαν τους άγιους ιεροφάντες του Θεού του Κρασιού Που από χώρα σε χώρα τραβούσαν μες στη ιερή νύχτα.
|